Κατά τη διάρκεια της κατοχής η αριστερή αντίσταση είχε δυναμώσει τόσο πολύ, ώστε με την απελευθέρωση από τους Γερμανούς (1944) να μη δέχεται την παλινόρθωση του προπολεμικού καθεστώτος. Όμως, καθώς η Ελλάδα είχε συμφωνηθεί ν’ ανήκει στη βρετανική σφαίρα επιρροής, τα σοβιετικά στρατεύματα, απωθώντας τους Γερμανούς, σταμάτησαν επιμελώς στα βουλγάρικα σύνορα. Συνεπώς η Ελλάδα δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει στο κομμουνιστικό μπλοκ.
Αυτό το απλό πράγμα δεν έγινε αντιληπτό από την ηγεσία του ΚΚΕ, έτσι επήλθαν τα Δεκεμβριανά του 1944, οπότε οι δυνάμεις της επίσημης κυβέρνησης, με την ισχυρή βοήθεια των Βρετανών, συνέτριψαν τον κατά βάση κομμουνιστικό ΕΛΑΣ στην Αθήνα (η σύγκρουση ήταν πρωτοφανής, δεδομένου ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος συνεχιζόταν και η ναζιστική Γερμανία άντεχε ακόμα).
Τα επόμενα χρόνια το μεν ΚΚΕ δεν παραδέχτηκε την ήττα, ούτε προσανατολίστηκε σε αποκλειστικά κοινοβουλευτική δράση, η δε Δεξιά και μάλιστα η Άκρα Δεξιά, άσκησε άγρια τρομοκρατία κατά των αριστερών – μέχρις ότου το ΚΚΕ, πέφτοντας στην παγίδα, εξωθήθηκε σε νέο πόλεμο πάνω στα βουνά.
Ο πόλεμος αυτός κράτησε από το 1946 ως το 1949 και τέλειωσε με τη νίκη του εθνικού στρατού εναντίον του «Δημοκρατικού Στρατού» του ΚΚΕ.
Ο πόλεμος υπήρξε εμφύλιος και όχι «συμμοριτοπόλεμος», ούτε «ανταρτοπόλεμος». Ο όρος «συμμορίτες» πολύ περισσότερο ταίριαζε στους ακροδεξιούς φονιάδες Σουρλαίους, ΜΑΥδες κ.λπ. ή στη δολοφονική ΟΠΛΑ του ΚΚΕ (που είχε όμως ήδη διαλυθεί), παρά στους πειθαρχημένους στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού. Ούτε απλός «ανταρτοπόλεμος» ήταν, δεδομένου ότι ο «Δημοκρατικός Στρατός» έλεγχε εκτεταμένες περιοχές, όπου είχε επιβάλει οιονεί κρατική οργάνωση, για να μη μιλήσουμε για την πολιτική επιρροή του ΚΚΕ στις πόλεις. Ο πόλεμος υπήρξε εμφύλιος διότι οι στρατιώτες και των δύο πλευρών ήταν Έλληνες πολίτες. Κι αν ο «Δημοκρατικός Στρατός» εφοδιαζόταν από τις «Λαϊκές Δημοκρατίες» (όπου αργότερα κατέφυγαν ως πρόσφυγες οι μαχητές του), άλλο τόσο και περισσότερο εφοδιαζόταν ο εθνικός στρατός από τους Αμερικανούς.
Ο ελληνικός εμφύλιος υπήρξε η πρώτη σύγκρουση του «Ψυχρού Πολέμου» (1945- 1989), κατά τον οποίο το δυτικό και το κομμουνιστικό στρατόπεδο συγκρούστηκαν πολλές φορές και σε πολλά επίπεδα (μάχες, διπλωματία, κατασκοπία, τεχνολογία, πραξικοπήματα, αποσκιρτήσεις χωρών, στρατιωτικές επεμβάσεις, εντυπώσεις κοινής γνώμης κ.λπ.), χωρίς όμως οι δύο επικεφαλής (ΗΠΑ - Σοβ. Ένωση) να πολεμήσουν ποτέ απευθείας.
Ο Στάλιν χρησιμοποίησε τον ελληνικό εμφύλιο για να φθείρει πολιτικά τους αγγλοαμερικάνους, ενώ οι τελευταίοι δοκίμασαν εδώ όπλα που αργότερα αξιοποιήθηκαν αλλού. Αλλά πραγματικό διακύβευμα νίκης δεν υπήρχε, αφού εξαρχής η Ελλάδα ήταν προαποφασισμένα σφηνωμένη στο δυτικό μπλοκ. Κι αν υποθέσουμε ότι όντως οι κομμουνιστές νικούσαν και επέβαλαν το καθεστώς τους, τότε από το 1989 ο κομμουνισμός θα είχε καταρρεύσει όπως παντού στην Ευρώπη και η Ελλάδα θα ήταν τώρα κάπως σαν την Αλβανία ή τη Βουλγαρία.
Η Ελλάδα μετά τον εμφύλιο υπήρξε μια αντικομμουνιστική, περιορισμένη και ελεγχόμενη δημοκρατία (κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί για τις χώρες του ανατολικού μπλοκ), με κύριο προσόν ανέλιξης την «εθνικοφροσύνη» και όχι την προσωπική αξία. Πάντως οι πολιτικές ελευθερίες σε γενικές γραμμές λειτουργούσαν, σταδιακά τα Μακρονήσια έκλειναν, οι εκτελέσεις σταμάτησαν ήδη από το 1952 και το αριστερό κόμμα της ΕΔΑ ήταν νόμιμο, με σημαντική δύναμη στους δήμους, στο συνδικαλισμό και στη Βουλή. Όταν όμως η δημοκρατία αυτή «κινδύνεψε» –κατά τους ψυχροπολεμικούς ιθύνοντες– να λάβει μια κάπως πιο «αριστερή» κατεύθυνση, πρώτα ήρθε η βία και νοθεία του 1961 (κάτι που και σήμερα ακόμα αρνείται ο κ. Βαρβιτσιώτης πατήρ, επικεφαλής των ευρωβουλευτών της ΝΔ), ενώ αργότερα οι προγραμματισμένες εκλογές του Μάη του 1967 ματαιώθηκαν με το πραξικόπημα της χούντας και του βασιλιά. Κι αν εφτά χρόνια μετά η δικτατορία κατέρρευσε, είχε ωστόσο προλάβει πρώτα να εκτελέσει το εθνικιστικό της έγκλημα στην Κύπρο (οι χειρότερες στρατιωτικές ήττες της νεότερης Ελλάδας οφείλονται σε εθνικιστικούς μαξιμαλισμούς: το «μαύρο ’97», η μικρασιατική καταστροφή του 1922 και η Κύπρος του 1964-74).
Ο εμφύλιος πόλεμος κερδήθηκε από μια ετερόκλητη, μα αναγκαστική πολιτική συμμαχία δημοκρατικών δεξιών, φιλελεύθερων, σοσιαλιστών και ακροδεξιών. Πρωθυπουργός στο μεγαλύτερο μέρος του ήταν ο βενιζελικός Σοφούλης. Όμως (σχεδόν) κανείς από τους πολιτικούς επιγόνους των παραπάνω δεν θέλει να θυμάται την επέτειο της λήξης του, επειδή (σχεδόν) κανείς δεν νιώθει περήφανος για ό,τι έγινε τότε. Θυμούνται όμως και γιορτάζουν κάθε τέλος Αυγούστου οι ηττημένοι κομμουνιστές και οι εκ των νικητών ακροδεξιοί.
Δεν νομίζω όμως ότι το δικαιούνται:
Οι μεν κομμουνιστές ευθύνονται για τον απόλυτο παραλογισμό, ο οποίος επαγγελόταν μια ανέφικτη νίκη, πράγμα που οδήγησε στην προσωπική καταστροφή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, η δημιουργικότητα των οποίων ουδέποτε διοχετεύτηκε στην κοινωνία. Αψυχολόγητη, ετσιθελική πολιτική, «βολονταριστική» στην κομμουνιστική αργκό (που και να κέρδιζε, ποιος θα ήθελε να έχει ζήσει 40 χρόνια ελληνικού σταλινισμού;). Κι αν ο αγώνας εκείνος ήταν «ηρωικός» (όπως υπογραμμίζει έκτοτε, μεταφυσικότατα, το ΚΚΕ), ο ηρωισμός συνίστατο όχι στο ότι οι άνθρωποι αγωνίζονταν για τον κομμουνισμό, αλλά στο ότι οι ίδιοι αγνοούσαν το ανέφικτο της επιβολής του. Άσε που ο ηρωισμός δεν είναι μονοπώλιο μιας πολιτικής πλευράς, αλλά προσωπική επιλογή ποικίλων υποκειμένων: δεν ήταν ήρωες μόνο όσοι φώναζαν «Ζήτω το ΚΚΕ» μπροστά στο απόσπασμα, μα και οι υπερασπιστές του Μακρυγιάννη το ’44, και οι Γιαπωνέζοι καμικάζι το ’45 και οι Ούγγροι εργάτες το ’56.
Ούτε όμως οι ακροδεξιοί δικαιούνται να γιορτάζουν το τέλος του «συμμοριτοπόλεμου», όπως τον αποκαλούν. Γιατί ο κορμός τους βγήκε μέσα από το φασισμό και τη συνεργασία με τους Γερμανούς, γιατί στηρίχτηκαν στο προνομιακό γι’ αυτούς –αλλά πάντα ανήθικο– πεδίο της βίας και της τρομοκρατίας (ποιος μπορεί να ’ναι περήφανος για το Μακρονήσι;), γιατί ευθύνονται για τη χούντα του ’67 και τη διχοτόμηση της Κύπρου το ’74, γιατί δεν προσφέρανε τίποτα στον πολιτισμό. Τέλος, γιατί η ελληνοχριστιανική - ρατσιστική πομφόλυγα της «Αιωνίας Ελλάδας», η οποία εξακολουθεί να διέπει τη σκέψη τους, είναι πάντα σε «ετοιμότητα» και γι’ άλλες συμφορές.
Όλοι χάσαμε από τον εμφύλιο πόλεμο. Κλειστήκαμε στο καβούκι μας ματώνοντας τέσσερα χρόνια επιπλέον, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος αντιμετώπιζε ήδη τις πληγές του Παγκόσμιου Πολέμου.
Χάσαμε σε ευκαιρίες ανασυγκρότησης, χάσαμε σε ανθρωπιά, χάσαμε σε αίσθημα ρεαλισμού, χάσαμε σε πανευρωπαϊκή - παγκόσμια (και όχι ελληνοκεντρική) θεώρηση των πραγμάτων. Ζήσαμε τη γιγάντωση ενός πανίσχυρου κράτους-αφέντη, τις συνέπειες του οποίου πληρώνουμε και σήμερα.
Άρα, η επέτειος θα ’πρεπε να ’ναι ευκαιρία για σκέψη, προβληματισμό και περισυλλογή.