«Η Τουρκία εκμεταλλευόμενη τότε την δύσκολη για την Ελλάδα πολιτική συγκυρία, πραγματοποιεί στρατιωτική απόβαση επί αφύλακτου ελληνικού εδάφους και καταλαμβάνει τη βραχονησίδα των Ιμίων, με τις γνωστές έκτοτε συνέπειες»
Χωρίς αμφιβολία εξετάζοντας κανείς τα γεωπολιτικά δεδομένα των περιόδων Ιανουαρίου 1996 και Ιανουαρίου 2019 στη περιοχή, θα διαπιστώσει πολλά κοινά σημεία, τα οποία δικαιολογημένα
προκαλούν σοβαρούς προβληματισμούς και δημιουργούν ενδεχομένως συνθήκες επανάληψης της Ιστορίας, η οποία υπήρξε αφετηρία – μέσω ενός ιδιαίτερα επώδυνου για την τιμή των ΕΔ επεισοδίου στα Ίμια – ενός νέου κύκλου αντιπαραθέσεων και διεκδικήσεων εκ μέρους της Τουρκίας στη περιοχή του Αιγαίου και όχι μόνον.
Τον Ιανουάριο του 1996, η πρωθυπουργός της Τουρκίας Τανσού Τσιλέρ, εκ πεποιθήσεως ακραία και επιθετική σε ότι είχε να κάνει στις σχέσεις της με την Ελλάδα, μετά τις εκλογές της 24 Δεκεμβρίου 1995 που ανέδειξαν μία ασταθή ισορροπία δίχως κάποια κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αναζητά ευκαιρία για το χτίσιμο ενός δυναμικού προφίλ στο εσωτερικό και την ασφαλή εδραίωση της στην πρωθυπουργία της χώρας.
Έχει προηγηθεί στις 25 Δεκ. ’95 η (τυχαία ή προσχεδιασμένη) προσάραξη του πλοίου «Φίγκεν Ακάτ» στα αβαθή ύδατα κοντά στα Ίμια, η πτώση του τουρκικού μαχητικού στις 28 Δεκ. κοντά στη Λέσβο, η ρηματική διακοίνωση του Τουρκικού ΥΠΕΞ στις 29 του ίδιου μήνα για την κυριότητα των βραχονησίδων Ίμια, καθώς και τα γνωστά συμβάντα με την έπαρση και υποστολή των σημαίων Ελλάδας και Τουρκίας στη βραχονησίδα.
Αντίστοιχα στην Ελλάδα την ίδια περίοδο επικρατεί πολιτική αστάθεια, καθώς ουσιαστικά δεν υπάρχει κυβέρνηση ή έστω υπολειτουργεί. Ο πρωθυπουργός Α. Παπανδρέου βρίσκεται άρρωστος στο Ωνάσειο, – από όπου παραιτείται στις 15 Ιανουαρίου – ενόσω οι διάφορες ομάδες εντός του κόμματος αγωνίζονται για τη διαδοχή. Αποτέλεσμα της εν λόγω κατάστασης, η έλλειψη αντανακλαστικών στο ΥΠΕΞ και η καθυστερημένη κατά 10 ημέρες αντίδραση και απόρριψη της τουρκικής διακοίνωσης της 29ης Δεκεμβρίου.
Ο Κ. Σημίτης εκλέγεται πρωθυπουργός από την κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος στις 19 Ιανουαρίου και κατά το διάστημα που η κατάσταση εξελίσσεται – μέχρι στις 30 Ιανουαρίου – η κυβέρνηση ασχολείται κυρίως με την προσπάθεια λήψης της ψήφου εμπιστοσύνης στη Βουλή, ενώ κατά τις κρίσιμες εκείνες ώρες, κανείς στη κυβέρνηση δεν ασχολείται σοβαρά με το θέμα.
Παράλληλα εμφανής είναι και η σύγχυση εντός του ελληνικού πενταγώνου με την έλλειψη κεντρικής κατεύθυνσης και παντελή απουσία του πνεύματος της διακλαδικότητας.
Η Τουρκία εκμεταλλευόμενη την δύσκολη για την Ελλάδα πολιτική συγκυρία, πραγματοποιεί στρατιωτική απόβαση επί αφύλακτου ελληνικού εδάφους και καταλαμβάνει τη βραχονησίδα των Ιμίων, με τις γνωστές έκτοτε συνέπειες.
Σήμερα, αν και οι καταστάσεις διαφορετικές, παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες.
Η Τουρκία, με την ακολουθούμενη πολιτική του Ερντογάν αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις, τόσο στη Συρία, όσο και στην Αν. Μεσόγειο και το Αιγαίο.
Ο «αυτό-εγκλωβισμός» της σε σπασμωδικές ενέργειες, επιθετική ρητορική και σε δηλώσεις που δύσκολα αναιρούνται – τόσο από τον ίδιο τον Ερντογάν, τους υπουργούς Αμυνας και Εξωτερικών, αλλά και από τον συνεργαζόμενο μαζί του Αρχηγό των «Γκρίζων Λύκων» Μπαχτσελί – δημιουργούν συνθήκες αυξημένης έντασης και προβληματισμού ως προς τον τρόπο ενεργείας και κατεύθυνσης της τουρκικής πολιτικής, η οποία αναζητά «διεξόδους» επίτευξης των εθνικών της στόχων και αποφυγή της αποδοχής – όπως αυτή ενίσταται – «τετελεσμένων».
Ομοίως, η ένταση στη περιοχή του Αιγαίου έχει αυξηθεί δραματικά το τελευταίο διάστημα, ιδιαίτερα με τις υπερπτήσεις τουρκικών Α/Φ σε χαμηλό σχετικά ύψος πάνω από ελληνικά νησιά και μάλιστα κατοικημένα (Καστελόριζο) κατά τις ημέρες των Χριστουγέννων.
Άραγε σ’ αυτή την περίπτωση κατάφορης εθνικής παραβίασης, που βρίσκονται οι «κόκκινες γραμμές» της ελληνικής αμυντικής πολιτικής;
«Νερό στο μύλο» της τουρκικής προπαγάνδας και συμπεριφοράς έριξαν οι συνεχείς δηλώσεις του έλληνα ΥΠ.ΑΜ, αλλά κυρίως οι ατυχείς κατά την άποψη μου δηλώσεις του Α/ΓΕΕΘΑ, ο οποίος φυσικά δεν είπε τίποτε περισσότερο από το αυτονόητο για την περίπτωση κατάληψης εθνικού εδάφους, έπεσε όμως στη παγίδα της τουρκικής προκλητικής συμπεριφοράς.
Τέτοιου είδους δηλώσεις – ιδιαίτερα από την στρατιωτική ηγεσία – ανήκουν σε αξιωματούχους χωρών του είδους της Τουρκίας, που κυρίως στοχεύουν στο εσωτερικό της.
Εάν ο Α/ΓΕΕΘΑ είχε κάποιες πληροφορίες και ήθελε να στείλει κάποιο μήνυμα στη αντίπερα όχθη, υπάρχουν πλείστοι όσοι άλλοι τρόποι, περισσότερο ίσως αποτελεσματικοί και σίγουρα απολύτως πιο σοβαροί από τις δηλώσεις περί ισοπέδωσης ελληνικού εδάφους.
Σε ότι αφορά στη πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την πολιτική αστάθεια.
Η συγκυβέρνηση «πνέει τα λοίσθια» και το μέλλον της κυβέρνησης φαντάζει αβέβαιο και προβληματικό.
Επί της ουσίας δεν υπάρχει υπουργός εξωτερικών μετά την παραίτηση Κοτζιά (η ύπαρξη του Γενικού Γραμματέα, Πρέσβη κ. Παρασκευόπουλου αποτελεί ίσως την μοναδική έγκυρη άποψη στο ανώτατο επίπεδο), ο ΥΠ.ΑΜ βρίσκεται «υπό προθεσμίαν», αναμένοντας όλοι από ημέρα σε ημέρα την υποβολή της παραίτησης του, ενώ ακόμη και στην στρατιωτική ηγεσία υπάρχει αναταραχή λόγω των επικείμενων κρίσεων και φημολογούμενων αλλαγών.
Εάν αποδεχθεί κανείς με το γνωμικό «ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται», τότε η παρούσα κατάσταση προσφέρει ίσως γόνιμο έδαφος και ανοίγει παράθυρα ευκαιρίας σε αυτόκλητους υπερασπιστές του διεθνούς δικαίου – κατά την δική τους φυσικά αντίληψη και θεώρηση – στη περιοχή.
Παρά τον ρόλο που προτίθεται να διαδραματίσει ο διεθνής παράγοντας και η αυξημένη γεωστρατηγική ασφάλεια που είναι δυνατόν να μας προσφέρουν οι διεθνείς συμμαχίες που διαμορφώνονται στην Αν. Μεσόγειο, κανείς δεν μπορεί να εξασφαλίσει απονενοημένες ενέργειες, που είναι δυνατόν να δημιουργήσουν ντόμινο αρνητικών εξελίξεων στη περιοχή.
Επομένως, η κατάσταση επιβάλει νηφαλιότητα, αυξημένη επαγρύπνηση σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, απόλυτη ετοιμότητα και κυρίως επίδειξη ψυχραιμίας και σοβαρότητας από όλους.
Η πολιτική ηγεσία στα συναρμόδια για την άμυνα υπουργεία (ΥΠΕΞ, ΥΠΑΜ και ΥΠτΠ/ΕΥΠ), δεν πρέπει να επιτρέψει στην περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα να επηρεάσει τα απαιτούμενα αυξημένα αισθητήρια παρακολούθησης των δεικτών έγκαιρης προειδοποίησης και μαζί με την στρατιωτική ηγεσία, η οποία απαλλαγμένη από προσωπικές ανασφάλειες, δεν θα επιτρέψουν την δημιουργία αρνητικών τετελεσμένων για τη χώρα.
Κύριο έργο και αποστολή όλων, δεν είναι άλλη από την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων, η δε Ιστορία δεν πρόκειται να συγχωρήσει ποτέ ολιγωρίες, με καμία δικαιολογία.
* Ο Χρήστος Βαΐτσης είναι Πτέραρχος (Ι) ε.α., Επίτιμος Αρχηγός ΓΕΑ και Σύμβουλος του Προέδρου της ΝΔ σε θέματα Εθνικής Ασφάλειας.
πηγή kathimerini.gr