Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «EL PAIS» ΣΕ ΚΥΡΙΟ ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΣΤΙΣ 30/6/2024 ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΘΕΩΡΕΙ ΠΛΕΟΝ ΜΟΝΙΜΟ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ
Το δημοσίευμα της παγκοσμίου φήμης εφημερίδας αναφέρει ότι «οι επιστήμονες μελετούν τρόπους για να βελτιώσουν την άρδευση, να επιλέξουν ποικιλίες ανθεκτικές στις ακραίες θερμοκρασίες, αλλά και να εξερευνήσουν περιοχές πιο κατάλληλες για καλλιέργεια».
Αυτό σίγουρα απαιτεί αρκετό χρόνο και ως έρευνα αλλά και ως τελική εφαρμογή αφού το δένδρο της ελιάς για να δώσει μια σοβαρή παραγωγή απαιτεί καλλιέργεια κοντά στα δέκα έτη από την φύτευση.
Αναφέρεται επίσης στο πρώτο παγκόσμιο συνένδριο ελαιολάδου, πού πραγματοποιήθηκε από 26 εως 28 Ιουνίου στη Μαδρίτη, όπου ήταν προσκεκλημένοι 300 συμμετέχοντες και υπήρχε και Ελληνική συμμετοχή.
Στο δημοσίευμα τονίζεται ότι πάνω από το 90% της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου προέρχεται από τη λεκάνη της Μεσογείου.
Η περιοχή αυτή αποτελεί πλέον «καυτό σημείο» της κλιματικής αλλαγής, θερμαίνεται 20% ταχύτερα από τον μέσο όρο. Αυτό επηρεάζει τις καλλιέργειες, εκτοξεύει τις τιμές και απαιτεί λύσεις.
Πλέον αποτελεί μόνιμη οδυνηρή πραγματικότητα για τον κλάδο, που εδώ και δύο χρόνια αντιμετωπίζει πρωτοφανή πτώση της παραγωγής, σε ένα πλαίσιο καύσωνα και ακραίας ξηρασίας στις κύριες χώρες παραγωγής, όπως η Ισπανία, η Ελλάδα και η Ιταλία.
«Αντιμετωπίζουμε μια περίπλοκη κατάσταση που επιβάλλει να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο μεταχειριζόμαστε τα δέντρα και το έδαφος», συνόψισε ο Γεώργιος Κουμπούρης, ερευνητής στο Ελληνικό Ινστιτούτο Ελιάς.
«Ο ελαιώνας είναι από τα φυτά που προσαρμόζονται καλύτερα στο ξηρό κλίμα, αλλά σε περίπτωση ακραίας ξηρασίας ενεργοποιεί μηχανισμούς προστασίας και δεν παράγει τίποτα», τόνισε.
Μεταξύ των προτεινόμενων λύσεων είναι η γενετική έρευνα. Για αρκετά χρόνια, εκατοντάδες ποικιλίες ελαιόδεντρων έχουν δοκιμαστεί για τον εντοπισμό των πιο προσαρμόσιμων ειδών στην κλιματική αλλαγή, με βάση κυρίως την ημερομηνία ανθοφορίας τους.
Στόχος είναι να βρεθούν ποικιλίες που έχουν λιγότερες ανάγκες για κρύες ώρες το χειμώνα και που αντιστέκονται καλύτερα στη μείωση των βροχοπτώσεων, εξήγησε ο Χουάν Αντόνιο Πόλο, επικεφαλής τεχνολογικών υποθέσεων του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου.
Ο άλλος σημαντικός τομέας στον οποίο εργάζονται οι επιστήμονες είναι η άρδευση. Για την οποία επιδιώκεται να βελτιωθεί με την αποθήκευση όμβριων υδάτων, την ανακύκλωση λυμάτων ή την αφαλάτωση του θαλασσινού νερού.
Αυτό συνεπάγεται την εγκατάλειψη της «παραδοσιακής επιφανειακής άρδευσης» και τη γενίκευση της με «συστήματα σταγόνων», τα οποία φέρνουν το νερό απευθείας στις ρίζες των δέντρων και αποφεύγουν τις απώλειες, ανέφερε ο Κώστας Χαρτζουλάκης, επίσης από το ελληνικό ινστιτούτο.
Μια άλλη, πιο ριζοσπαστική πρόταση είναι η εγκατάλειψη της παραγωγής σε ορισμένες περιοχές που ερημώνουν και η μεταφορά της σε άλλες πιο ευνοϊκές. Ένα φαινόμενο που έχει ήδη ξεκινήσει, αν και σε μικρή κλίμακα, με «νέες φυτείες» σε περιοχές που μέχρι τώρα ήταν άσχετες με τα ελαιόδεντρα, είπε ο Jaime Lillo, διευθυντής του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας.
Μεταξύ των προτεινόμενων λύσεων είναι η γενετική έρευνα. Για αρκετά χρόνια, εκατοντάδες ποικιλίες ελαιόδεντρων έχουν δοκιμαστεί για τον εντοπισμό των πιο προσαρμόσιμων ειδών στην κλιματική αλλαγή, με βάση κυρίως την ημερομηνία ανθοφορίας τους.
Στόχος είναι να βρεθούν ποικιλίες που έχουν λιγότερες ανάγκες για κρύες ώρες το χειμώνα και που αντιστέκονται καλύτερα στη μείωση των βροχοπτώσεων, εξήγησε ο Χουάν Αντόνιο Πόλο, επικεφαλής τεχνολογικών υποθέσεων του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου.
Ο άλλος σημαντικός τομέας στον οποίο εργάζονται οι επιστήμονες είναι η άρδευση. Για την οποία επιδιώκεται να βελτιωθεί με την αποθήκευση όμβριων υδάτων, την ανακύκλωση λυμάτων ή την αφαλάτωση του θαλασσινού νερού.
Αυτό συνεπάγεται την εγκατάλειψη της «παραδοσιακής επιφανειακής άρδευσης» και τη γενίκευση της με «συστήματα σταγόνων», τα οποία φέρνουν το νερό απευθείας στις ρίζες των δέντρων και αποφεύγουν τις απώλειες, ανέφερε ο Κώστας Χαρτζουλάκης, επίσης από το ελληνικό ινστιτούτο.
Μια άλλη, πιο ριζοσπαστική πρόταση είναι η εγκατάλειψη της παραγωγής σε ορισμένες περιοχές που ερημώνουν και η μεταφορά της σε άλλες πιο ευνοϊκές. Ένα φαινόμενο που έχει ήδη ξεκινήσει, αν και σε μικρή κλίμακα, με «νέες φυτείες» σε περιοχές που μέχρι τώρα ήταν άσχετες με τα ελαιόδεντρα, είπε ο Jaime Lillo, διευθυντής του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας.