8 Ιαν 2022

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΠΟΛΥΧΡΟΝΑΚΗΣ ή ΚΟΥΜΗΣ (Γενικός Αρχηγός Πυργιωτίσσης των Επαναστάσεων 1866-1887)

 

ΣΗΦΗ ΚΟΣΟΓΛΟΥ
Φιλολόγου

 Ανάμεσα στους οπλαρχηγούς κι αγωνιστές τούτου του τόπου ξεχωριστή θέση κατέχει ο Πολυχρονοκωνσταντής ή Κουμής από το χωριό Βώροι της επαρχίας Πυργιωτίσσης. «Ο λιγομίλητος και βαρύς άντρας, ο συναγωνιστής κι αχώριστος σύντροφος του Καπετάν Κόρακα» καθώς γράφει ο Ν. Σταυρινίδης.

Ο ανηψιός του Πολυχρονοκωνσταντή, Κων/νος Πολυχρονάκης δικηγόρος και βουλευτής μπόρεσε να καταγράψει μερικά χαρακτηριστικά περιστατικά από τη ζωή του γενναίου και παλληκαρά θείου του. Τα έγγραφα τούτα με προθυμία μου έδωσε ο κ. Εμμανουήλ Πολυχρονάκης κάτοικος Βώρων. Τον ευχαριστώ από τούτη τη θέση. Ευχαριστώ επίσης τους μαθητές του Γυμνασίου Μοιρών Μιχάλη Πολυχρονάκη και Γιώργη Παπαδάκη για τη βοήθεια που μου προσφέρανε.(Σ.Κ.)


    

    Ο ξακουστός οπλαρχηγός Κων/νος Π. Πολυχρονάκης ή Κουμής(1) ή Πολυχρονοκωνσταντής γεννήθηκε στο χωριό Βώροι της επαρχίας Πυργιωτίσσης του Νομού Ηρακλείου το 1840(2). Ο πατέρας του ονομαζότανε Πολυχρόνης Ξενογιαννάκης και η μητέρα του Πελαγία Ασκοξυλάκη. Από την παιδική ηλικία του ήταν πολύ ζωηρός και ανυπότακτος. Επαναστατικός κι ατίθασος χαρακτήρας δεν ησύχαζε ποτέ μα πάντα γινότανε πειρασμός για τα συνομήλικα του Τουρκόπαιδα και τους συγγενείς του(3). Για να αποφεύγει λοιπόν τις τιμωρίες του πατέρα του ο μικρός Κωνσταντής έφευγε συχνά από το πατρικό σπίτι κι έβρισκε καταφύγιο κοντά στον παππού του Ξενογιανναντώνη. Κι εκείνος με υπομονή πάντα εξιστορούσε με ζωντάνια τα βάσανα, τους εξευτελισμούς και τις ταλαιπωρίες που οι τύραννοι επιβάλανε στους δυστυχισμέμους Ρωμιούς.

--------------------

(1) «Στην επανάσταση του 1866 αναφαίνεται κατά πρώτον ο Κων/νος Πολυχρονάκης ή Κουμής, διότι λέγει «εκούμιαζε» τους Τούρκους μόλις εβράδυαζε. Επολέμησε γενναία κατά την επανάσταση του 1866. Στην επανάσταση του 1878 έφερε τον τίτλο του Γενικού Αρχηγού Πυργιωτίσσης. Τούτου το όνομα έφερε ο ανηψιός του Κων/νος Πολυχρονάκης, δικηγόρος και τέως βουλευτής Ηρακλείου». (Ν. Σταυρινίδη « Ο καπετάν Μιχάλης Κόρακας και οι συμπολεμιστές του», τόμ. Γ΄ σελ.1164).

(2) Στα χαρτιά του δικηγόρου Κων/νου Πολυχρονάκη αναγράφεται χρονολογία γεννήσεως το 1840 και θανάτου η 1 Ιανουαρίου 1912. Απεναντίας στο Νεώτερο Εγκυκλ. Λεξικό του Ηλίου υπάρχουν αντίστοιχα οι χρονολογίες 1835 και 1911.

(3) α. Κάνοντας κάποτε κούνια πάνω σε μια ισοροπημένη σανίδα μαζί μ' ένα συνομήλικό του τουρκοπαίδι, το ανέβασε ψηλά και το κρατούσε μετέωρο. Εκείνο άρχισε τα κλάματα. Κι ο Κωνσταντής χωρίς να χάσει καιρό σηκώνεται από την μεριά του αφήνοντας το Τουρκάκι να «σκάσει» χάμω τραυματισμένο και κλαμένο.

     β. Κάποιο βράδυ μάζεψε τους συνήλικούς του τη νύχτα και πήγανε στο μποστάνι κάποιου Τούρκου. Τον βρήκανε να κοιμάται στην καλύβα. Ο Κωνσταντής γύρισε το φώς πάνω στα μάτια του και τον παρακολουθούσε μήπως ξυπνήσει. Οι άλλοι μαζέψανε πεπόνια και καρπούζια κι ύστερα αφού κατουρήσανε στα στιβάνια του κοιμισμένου Τούρκου φύγανε. Με τη φασαρία που κάνανε ξύπνησε ο Τούρκος. Πήγε να φορέσει τα στιβάνια του και «πελάγωσε». Το μυαλό του πήγε αμέσως στον διαβολοκωνσταντή που σκούσε παραπέρα στα γέλια με τους συνομήλικούς του.

     γ. Κάποιο άλλο καλοκαιριάτικο Σαββατόβραδο η μητέρα του έδωσε ρούχα να αλλάξει και τον έστειλε με τον μικρό του αδερφό Αντώνη να κοιμηθούν στο αλώνι. Σαν φτάσανε ο Κωνσταντής έντυσε τον μικρό Αντώνη με μια άσπρη πουκαμίσα, φόρεσε κι αυτός κάτι παρόμοιο και πήγαν στον κήπο του «αφελούς και βλακώδους» θείου των Αναγνώστου. Ο κήπος ήταν φραγμένος με ξερολιθιά και ασπαλάθους. Στην καλύβα που υπήρχε στη μέση του κήπου κοιμότανε ο θείος. Σταθήκανε στα πλάγια της καλύβας κι αρχίσανε να κουνούνε τους στύλους. Από τα σείσματα ξύπνησε ο Αναγνώστης και νομίζοντας τους για φαντάσματα έφυγε τρεχάτος και τρομαγμένος. Όταν πήδησε τον τράφο με τους ασπαλάθους και πλησίαζε στο χωριό σταμάτησε. Σταυροκοπιότανε και μονολογούσε: «αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού». Ο Κωνσταντής κι ο Αντώνης μαζέψανε αγγούρια με την ησυχία τους. Το πρωί διαδόθηκε στο χωριό, ότι ο Αναγνώστης είναι ετοιμοθάνατος γιατί είδε φαντάσματα τη νύχτα. 


Οι ιστορίες τούτες καλλιεργούσανε στα βάθη της παιδικής ψυχής του Κωνσταντή την εκδίκηση και το ατελείωτο μίσος κατά των αφεντάδων.

«Μια φορά κι έναν καιρό ο Καρά Χουσεϊν αγάς διέταξε τους Χριστιανούς να πάνε και να του μαζέψουν τις ελιές του. Φοβηθήκανε όλοι και πήγανε εκτός από ένα Χριστιανοπαίδι που τον παρακάλεσε να το αφήσει να πάει πρώτα να σπείρει στο χωράφι του και μετά θα πήγαινε κι εκείνο. Την ώρα που θα έσπερνε θα τον αναπλήρωνε στο λιομάζωμα του Αγά η μητέρα του. Εκείνος δέχτηκε. Πράγματι μετά τη σπορά το χριστιανοπαίδι κράτησε το λόγο του και πήγε. Ενώ όμως βρισκότανε πάνω στην ελιά και ράβδιζε ο αγάς το πυροβόλησε και το παιδί γκρεμίστηκε νεκρό στη γή. Η δυστυχισμένη μητέρα του σαν αντίκρυσε νεκρό το μοναχοπαίδι της έβαλε τα κλάματα. Κι ο αγάς της είπε γελώντας: «Δεν πρέπει να λυπάσαι διότι έτσι δεν θα πληρώνεις πια χαράτσι και για το γιό σου».

    Ο παππούς ο Ξενογιανναντώνης σταματούσε να πάρει ανάσα. Κι ο Κωνσταντής όλος οργή και μίσος τον παρακινούσε να συνεχίζει την ιστορία πού έμοιαζε τόσο με παραμύθι, μα παραμύθι δεν ήτανε.

    Μια άλλη φορά ο Αγάς της Φανερωμένης(4) κάλεσε ένα γέρο χωρικό από τους Βώρους να τον βοηθήσει στο θέρος. Καθώς όμως ήταν γέρος κι ανήμπορος δεν πήγε στέλνοντας στη θέση του τους τρείς γιούς του. Ενώ τα παιδιά θερίζανε ο αγάς πήγε στο σπίτι του γέρου στους Βώρους, και τον φώναξε να βγεί που θέλει να του πεί. Την ώρα λοιπόν που έβγαινε ο γέρος από το σπίτι ο αγάς τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Ο αγάς γύρισε πίσω κι είπε στους γιούς πως έσφαξε ένα βόδι στους Βώρους και πήρε κρέας να τους μαγειρέψει. Τα παιδιά καταλάβανε πως κάτι κακό συμβαίνει. Γυρίσανε στους Βώρους και βρήκανε τον πατέρα τους νεκρό στην αυλόπορτα του σπιτιού. Ολομόναχοι τον πήρανε και τον θάψανε αφού οι χωριανοί δεν πήγανε φοβούμενοι την τιμωρία του αγά ...

    Με τούτες τις φρικτές ιστορίες τρεφότανε λοιπόν η ψυχή του Κωνσταντή που ξέφευγε σιγά - σιγά από τα ανθρώπινα πλαίσιά της και γινότανε λιονταρίσια. Έτσι όταν μεγάλωσε του άρεσε να βρίσκει τρόπους να εξευτελίζει και να γελοιοποιεί τα φουσάτα και τους δήθεν παλληκαρισμούς των αγάδων(5).

    Σιγά - σιγά κατάφερνε ο Κωνσταντής να παίρνει εκδίκηση για τους βασανισμούς και τις ταλαιπωρίες των χωριανών του. Όταν κηρύχτηκε η μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866 - 69 ο Κωνσταντής είναι μεγάλος πια και «μαδαρωμένος»(6) κάτω από την αρχηγία του Μιχάλη Κόρακα(7). Γίνεται ο φόβος κι ο τρόμος των Τούρκων της Πυργιώτισσας και συμμετείχε σε όλες τις μάχες που γίνονται εναντίον των Τούρκων. Τόσο εξαιρετική είναι η γενναιότητα κι η ανδρεία του ώστε ο γηραιός Αρχηγός των Βώρων Καπελαντώνης δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τα κατορθώματα του Πολυχρονοκωνσταντή κι αναφωνεί μετά από κάποια μάχη : «Εσένα μωρέ Κωνσταντή ανήκει η καπετανιά. Εγώ δεν τηνε θέλω πιά. Πάρε τηνε ...».

    Ο ξακουστός Πολυχρονοκωνσταντής λοιπόν θα πάρει από τώρα και στο εξής μέρος σε όλες τις εκστρατείες του καπετάν Κόρακα και θα αγωνισθεί παντού με γενναιότητα, τόλμη και απαράμιλλη σύνεση. Ο Κόρακας και οι συναγωνιστές του θα θαυμάζουν απεριόριστα τον γενναίο Αγωνιστή. Έτσι ύστερα από τις πρώτες μάχες ο Πολυχρονοκωνσταντής θα προαχθεί σε Χιλίαρχο, όπως μας πληροφορεί το πιο κάτω έγγραφο που υπάρχει στο Ιστορικό Αρχείο Καλοκαιρινού :

--------------------

(4) Φανερωμένη: Χωριό της επαρχίας Πυργιωτίσσης βορινά των Βώρων.

(5) Κάποια μέρα μπήκε στο καφενείο του Γιαννάκου (αργότερα οικία Μιχ. Ξενογιαννάκη), όπου συχνάζουνε οι πιο εσπέχηδες αγάδες καπνίζοντας ναργιλέ, κρατώντας ένα τσιγάρο στο χέρι. Κάθισε δίπλα σ' ένα ανοιχτό βαρέλι που ήταν γεμάτο μπαρούτι. Οι τούρκοι ανήσυχοι τον παρακολουθούσαν γιατί ξέρανε πως δεν ήρθε για καλό και κάτι θα σκάρωνε. Καθότανε σε πυρωμένα καρφιά μα ντρεπότανε και να φύγουν. Μέσα σ' αυτή την αγωνία τους ο Κωνσταντής φωνάζει δυνατά. «Πού να σβήσω το τσιγάρο μου;» και με απότομη ταχύτητα ώστε να κρυφτεί η φωτιά και να μην τινάξει το μπαρούτι βούτηξε το τσιγάρο στο ανοιχτό βαρέλι. Οι Τούρκοι περιμένοντας ανατίναξη του καφενείου τρέχανε τρομαγμένοι πρός την έξοδο πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλον ενώ ο Κωνσταντής ξεκαρδιζότανε στα γέλια.

(6) Μαδαρωμένος από το ρήμα μαδαρώνομαι=βγαίνω στο βουνό επαναστάτης.

(7) Μιχ. Κόρακας (1797-1882). Ο θρυλικός Αγωνιστής των επαναστάσεων του 19αι. Καταγότανε από την κωμόπολη Πόμπια του Νομού Ηρακλείου: Λημέρια του τα Αστερούσια κι ο Ψηλορείτης. Πήρε μέρος σε όλες τις επαναστάσεις της Κρήτης από το 1821 σαν πολεμιστής και σαν αρχηγός. Πολέμησε επίσης το 1826 στην Πελοπόννησο. Το 1866 διορίστηκε από την Κρητική Εθνοσυνέλευση Γενικός Αρχηγός των 12 ανατολικών επαρχιών και διηύθυνε 2000 επαναστατικό στρατό. Είχε σπάνια διοικητικά και στρατιωτικά προτερήματα.


Αριθ. 375

ΤΟ

ΑΡΧΗΓΕΙΟΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

Προς

τον Κύριον Κωνσταντίνον Χρονάκη

    Έχοντες υπ' όψιν τας προς την φίλην ημών πατρίδα εκδουλεύσεις σας, την φρόνησιν, αυταπάρνησιν και δραστήριον ζήλον σας, και την προς τάς διαφόρους μάχας γενναιότητά σας, Σας προβιβάζομεν Κύριε εις τον βαθμόν του χιλιάρχου υπό την οπλαρχηγίαν της Πυργιωτίσσης και σας προσκαλούμεν να αναλάβητε τα καθήκοντά σας της υπηρεσίας σας από σήμερον εκτελών συμφώνως με το Αυγουστιανόν ημών πρόγραμμα του 1866.

Νίβρυτος(8)  26 Ιουλίου 1867

Ο Γενικός Αρχηγός Τμήματος

Ηρακλείου

Ο υπασπιστής                     Τ. Σ. Μ. Κόρακας

                            Γ. Μ. Καλ....πογιαννάκης

                                     Εθεωρήθη και κυρούται

                                     Η επιτροπή Μαλεβυζίου Τεμένους και Μεσσαράς

                                     Γωνιαίς Μαλεβυζίου                          Η επιτροπή

                                      τη 7 Ν/βριου 1868                         και κατ' εντολήν

                                                Τ. Σ.                                 Εμμ. Γ. Ψαρουδάκης


    Όταν κηρύχτηκε η επανάσταση του 1866 το Σώμα του Αρχηγού Κόρακα πού περιλάμβανε τις δώδεκα Ανατολικές επαρχίες της Κρήτης εξεστράτευσε πρός το Μαλεβύζι. Οι τούρκοι με αρχηγό τον Ρεσίτ πασά πολεμήσανε κατά των επαναστατών χριστιανών. Στην πρώτη σημαντική μάχη πού δόθηκε στο Κανλί - Καστέλι(9) διακρίθηκε ο ατρόμητος Κωνσταντής. Προχώρησε, επικεφαλής του τμήματός του από επαναστάτες της Πυργιώτισσας, μέχρι τα Σταυράκια και το Μετόχι του Δεσπότη (σημ. χωριό Αθανάτοι), όπου και συνέλαβε αιχμάλωτο αξιωματούχο τούρκο διοικητή. Στην συνέχεια πήρε μέρος στην μάχη της Τυλίσσου(10) στην διάρκεια της οποίας έσωσε από βέβαιο θάνατο τον Βλάσσην από το χωριό Πενταμόδι του Μαλεβυζίου την ώρα που οπισθοχωρούσε, επικεφαλής επαναστατών χριστιανών που είχαν πέσει σε παγίδα Τούρκων με αρχηγό τον Ομέρ Κιούρτη.

--------------------

(8) Νίβρυτος : χωριό και κοινότης της επαρχίας Καινουρίου στους πρόποδες του Ψηλορείτη.

(9) Κανλί - Καστέλλι (Προφήτης Ηλίας) χωριό και κοινότης της επαρχίας Τεμένους.

(10) Τύλισσος : χωριό και κοινότης της επαρχίας Μαλεβυζίου.


Φωτοτυπία του εγγράφου του Αρχηγείου Τμήματος Ηρακλείου

Με ακατάσχετη ορμή επιτέθηκε πυροβολώντας κατά των Τούρκων και έτσι μπόρεσαν να διαφύγουν οι περικυκλωμένοι χριστιανοί, ενώ διέσωσε τον Βλάσσην πάνω στη φοράδα του και μέσα σ' ένα καταιγισμό σφαιρών. Όταν γύρισε σώος στο στρατόπεδο ακολούθησε πανδαιμόνιο από τον αρχηγό Κόρακα και τους άλλους οπλαρχηγούς για την τόλμη, την ταχύτητα και την ευστροφία του Πολυχρονοκωνσταντή. Οι αδελφοί του Βλάση τον θεωρήσανε σωτήρα του αδερφού των. Στην διάρκεια των επομένων μαχών που ακολούθησαν στο Γάζι(11) και Άγιο Μύρωνα(12) ο Κωνσταντής μαχότανε πάντα πρώτος με ανδρεία και τόλμη. Περιφρονούσε τον κίνδυνο και προχωρούσε πάντα στην φωλιά του εχθρού παρά τις συστάσεις των συναγωνιστών του έχοντας πάντα υπ' όψη του πως «η ελευθερία δεν γεννήθηκε ποτέ από λογικούς». Ο Αρχηγός Μιχ. Κόρακας τον εκτιμούσε και τον θαύμαζε και συχνά συνήθιζε να λέει : «Εάν είχα 100 σαν τον Πολυχρονοκωνσταντή θα εβοήθουν τους πολεμούντας στις Γούβες»(13).

    Ο στρατός του Ρεσίτ Πασά ενισχύθηκε σημαντικά. Κι ο Αρχηγός Κόρακας αποφάσισε να αποσυρθεί στην Αγία Βαρβάρα και στην συνέχεια με ιππικό στον κάμπο της Μεσσαράς. Απεναντίας ο Πολυχρονάκης μαζί με άλλους οπλαρχηγούς κατευθύνθηκε στο χωριό Αμουργέλες(14), όπου έδωσε μάχη με πολυαριθμότερο τουρκικό στρατό. Στη διάρκεια της μάχης ακούστηκαν φωνές στο στρατόπεδο των Τούρκων και κάποιος καλούσε την Παναγία σε βοήθεια γιατί ήταν πληγωμένος. Ο Πολυχρονοκωνσταντής παρά τις συστάσεις του Αδαμάκη και των άλλων οπλαρχηγών χώθηκε σαν σίφουνας στον Τούρκικο τομέα να σώσει τον πληγωμένο. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως είχε εξαπατηθεί και είχε πέσει σε παγίδα. Μέσα σε βροχή σφαιρών μπόρεσε να σωθεί μονάχα χάρη στην ταχύτητα, την ψυχραιμία και την ευφυία του. Από δω το σώμα των Πολυχρονοκωνσταντή και Αδαμάκη θα επιστρέψει στο χωριό Καμάρες και στην συνέχεια θα κατεβούν στον κάμπο της Μεσσαράς, όπου θα συναντήσουν τον Κόρακα ο οποίος θα τον ανακηρύξει Καπετάνιον.

    Στην εκστρατεία επίσης που έγινε στο Λασίθι(15) ο Καπετάν Κωνσταντής Πολυχρονάκης θα αγωνισθεί σαν λιοντάρι. Μπροστά στον όγκο των τούρκων οι χριστιανοί θα οπισθοχωρήσουν. Εκείνος όμως δεν αφήνει τη θέση του και ξαφνικά βρίσκεται κυκλωμένος. Με την ψυχραιμία που τον διέκρινε σώθηκε και πάλι. Υποχωρώντας μόνος είχε στραμένο το ντουφέκι κατά των Τούρκων οι οποίοι νομίζοντας πως θα τους πυροβολήσει πέφτανε μπρούμυτα. Τότε με αστραπιαία ταχύτητα και χωρίς να ρίξει ντουφεκιά κατάφερε να σωθεί τρέχοντας. Οι χριστιανοί πού τον νομίζανε σκοτωμένο σαν τον είδανε μπροστά τους εκδηλώσανε το θαυμασμό για την παλληκαριά του και την απερίγραπτη χαρά τους για την ανέλπιστη σωτηρία του. Ο ποιητής της εκστρατείας τούτης Κωνσταντινίδης(16) σε πολυσέλιδο ποίημα του για την μάχη του Λασιθίου δεν ξεχνά τον γενναίο Καπετάνιο Πολυχρονοκωνσταντή :

προβέρνει τότε με ορμή κι άλλο θεριό της Κρήτης

Πολυχρονάκης Κωνσταντής γενναίος Μεσσαρίτης

Σαν αετός εφαίνετο απάνω στη φοράδα

κι οι Κένταυροι ξοπίσω του μ΄όλη τη γρηγοράδα

.........


(11) Γάζι : οικισμός πού ανήκει στην κοινότητα Καβροχωρίου Μαλεβυζίου.

(12) Αγ. Μύρων :κωμόπολη και κοινότητα της επαρχίας Μαλεβυζίου.

(13) Γούβες : χωριό και κοινότης της επαρχίας Πεδιάδος.

(14) Αμουργέλες : χωριό και κοινότης της επαρχίας Μονοφατσίου.

(15) Εκστρατεία κατά του Λασιθίου από τους Ομέρ και Ρεσίτ πασά τον Μάη του 1867.

(16) Ιωάννου Κωνσταντινίδου του Κρητός : «Η εκστρατεία του Ομέρ πασά κατά Λασηθιού. Εν Ερμουπόλει 1868», σελ.60.


Την επαναστατημένη Κρήτη πλημμυρίζουνε ξαφνικά πλήθος Τουρκικών και Αιγυπτιακών στρατευμάτων. Οι Κρητικοί μόνοι, αβοήθητοι από παντού, φτωχοί, γυμνοί και ξυπόλυτοι με κακό οπλισμό και έλλειψη πολεμοφοδίων δεν θα μπορέσουν να κρατήσουν πάνω από τρία χρόνια επαναστατημένοι. Αγωνίζονταν πάντα οι λίγοι με τους πολλούς και νικούσανε τις περισσότερες φορές γιατί τους ζέσταινε τις ψυχές ο πόθος της Λευτεριάς και το μίσος κατά των τυράννων τους έκανε ασυναγώνιστους. Ήτανε όμως αδύνατο να αντέξουνε περισσότερο. Έτσι τέλειωσε η επανάσταση του 1866 - 69. Μα οι καπετάνιοι δεν κατεβήκανε στον κάμπο. Δεν υποταχθήκανε. Μείνανε μαδαρωμένοι στα βουνά. Ανάμεσα σ' αυτούς και ο καπετάν Πολυχρονάκης Κωνσταντής. Με τους ομαδάρχες του Αποστόλη Γρηγοράκη, Αντώνιο Τζωρτζακάκη (Κανάκη), Εμμανουήλ Νικολιδάκη, Τζαγκαρομανώλη, Γεώργιο Γκερεδάκη (Χαριστοπαυλής) από τους Βώρους και με τη συνεργασία του Δημήτρη Τσιτερή από τα Πιτσίδια, τους αδελφούς Στεφανίδηδες από το Σίβα και τον Αγαθάγγελο από την Οδηγήτρια θα συνεχίσει τον αγώνα κατά των Τούρκων. Ορμητήριο του είχε τα υψώματα της Φαιστού απ' όπου μπορούσε να παρακολουθεί τις κινήσεις των Τούρκων προς το Τυμπάκι και να τις ελέγχει. Κατεδίωξε κάποτε τέσσερεις Τούρκους στρατιώτες μέχρι τον Άγιο Γεώργιο (κάτω από τη Φαιστό) και ξαφνικά βρέθηκε για μια ακόμη φορά κυκλωμένος από τον Τουρκικό στρατό. Και πάλι όμως μπόρεσε να ξεφύγει δια μέσου της Χωστής Βρύσης και Γέρου ποταμού προς το μύλο της Φλάνδρας και την Αγία Φωτεινή χωρίς καθόλου να τραυματιστεί. Κάποια άλλη σεληνόφωτη νύχτα επιστρέφοντας από το χωριό Πιτσίδια μαζί με τους Αλέξανδρο και Γιώργη Στεφανίδηδες, τον Αδαμάκη, τον Γρηγοραποστόλη και άλλους, συνάντησε τον τούρκο αμπαδιώτη Ραφταλή (ανελέητο δυνάστη της περιοχής) που τον συνέλαβε και τον σκότωσε χωρίς καλά - καλά να καταλάβουνε οι άλλοι τίποτε.

    Κάποια άλλη νύχτα γυρνούσε με δυο παλληκάρια του από το χωριό Αποδούλου Ρεθύμνου στον κάμπο της Μεσσαράς. Όταν έφτασε στο Τυμπάκι αναγκάσθηκε να οπισθοχωρίσει στον Κόκκινο Πύργο εξαιτίας του Τουρκικού στρατού. Στον Κλιματιανό ποταμό αργότερα έπεσε σε ενέδρα 18 Τούρκων, πού τον πυροβολήσανε ομαδικά και τον τραυματίσανε στο μηρό. Χωρίς να αιφνιδιαστεί ο Πολυχρονοκωνσταντής άρχισε να φωνάζει σε βοήθεια τον Κόρακα, τον Αδαμάκη και άλλους οπλαρχηγούς με την βροντώδη φωνή του. Οι Τούρκοι νομίζοντας ότι καταφθάνουν οι άλλοι οπλαρχηγοί τράπηκαν σε φυγή. Η εξυπνάδα του Κωνσταντή τον έσωσε για μια ακόμα φορά.

Άλλη φορά πήγε στο χωριό Καμηλάρι μαζί με τους Γιώργη κι Αλεξ. Στεφανίδη και τον Αδαμάκη να φάνε χέλια. Δεν βρήκαν όμως και προχωρήσανε προς το χωριό Αη Γιάννης κάτω από τη Φαιστό. Ενώ τρώγανε λοιπόν τα χέλια στο σπίτι του φίλου των Βιτωράκη πληροφορηθήκανε από το σκοπό πως έρχονται οι Τούρκοι. Την ώρα που φεύγανε οι τούρκοι τους πυροβολήσανε. Η φοράδα του Πολυχρονοκωνσταντή σωριάστηκε στο χώμα. Κι εκείνος χωρίς να χάσει το θάρρος του φορτώθηκε τη σέλα πήρε και το χαλινάρι στα χέρια του και προχωρούσε μέσα από βροχή σφαιρών και φωνάζοντας στους Τούρκους : «Αν είχα μωρέ σφυρί θα έπαιρνα και τα πέταλα και τα καρφιά ακόμα ...».

    Μαδαρωμένος σε κάποιο λόφο νοτικά των Βώρων στο Κουλεδάκι μπορούσε όποτε ήθελε να δημιουργεί προβλήματα στους ντόπιους Τούρκους και να φεύγει. Κάποια νύχτα ήρθε στους Βώρους με σκοπό να κλέψει ένα Τούρκικο άλογο από το σώχωρο του Λεωνίδα Αμαργιλάκη. Οι Τούρκοι τον αντελήφθηκαν κι αρχίσανε να πυροβολούν. Χώθηκε κάτω από το καμαράκι του Αντώνη Πολυχρονάκη και λούφαξε. Ο τουρκικός στρατός του Τυμπακίου πληροφορήθηκε από κάποιον Δένδρη ότι ο καπετάν Κωνσταντής Πολυχρονάκης κρύβεται στους Βώρους. Ήρθαν και κυκλώσανε το χωριό. Τριγυρνά στις σκοτεινές γειτονιές και μαθαίνει, ότι από το βορεινό μέρος του χωριού παραφυλάει τακτικός τουρκικός στρατός από Ηράκλειο και όχι ντόποι. Μόλις ξημερώνει τυλίγεται την κάπα του και δένει την κεφαλή του με άσπρο μαντήλι κατά την συνήθεια των ντόπιων Τούρκων και τις μπιστόλες του ζωσμένες μέσα από την κάπα. Καβαλικεύει την φοράδα του δένει και άλλη φοράδα πίσω σαν νάτανε Τούρκος χωριανός και ξεκίναγε για το χωράφι του. Έτσι μπόρεσε να ξεφύγει από τον κλοιό του τούρκικου στρατού και σαν απομακρύνθηκε μερικά μέτρα άρχισε να πυροβολεί προς τους Τούρκους και καλπάζοντας απομακρύνθηκε.

    Αμπαδιώτες Τούρκοι κατεβαίνανε από το χωριό Κλίμα και λεηλατούσανε τα αμπέλια των Χριστιανών. Ο Κωνσταντής βρισκότανε τραυματισμένος στο χωριό Αποδούλου του Ρεθύμνου και παρακινούσε τους κατοίκους της περιοχής Αμαρίου να κατέβουν και να απαλλάξουνε τους Χριστιανούς από τούτη τη μάστιγα. Ο Πολυχρονοκωνσταντής έστειλε γράμμα στους κατοίκους των Καμαρών να κατεβούνε στη θέση Βαθιακό. Οι Τούρκοι περικυκλώθηκαν από τους Αμαριώτες και τους Καμαριανούς και αποδεκατίστηκαν. Ο επικεφαλής των, τούρκος μπέης πιάστηκε αιχμάλωτος. Μαζί με τον Αδαμάκη και τους αδελφούς Στεφανίδηδες συνέχισε την πορεία του για επιστροφή στα λημέρια του στις πλαγιές της Φαιστού. Θεώρησε καλό όμως να περάσει πρώτα από το χωριό του. Σε κάποιο τούρκικο σπίτι γινότανε γλέντι. Ο παράτολμος Κωνσταντής παρά τις αντιρρήσεις των συντρόφων του πλησίασε κοντά άνοιξε την πόρτα και με την απειλή του ντουφεκιού του διέταξε τους διασκεδάζοντες τούρκους να μην κινηθούνε. Διέταξε και τον κεράσανε ένα κρασί, του δώσανε και μεζέ κι ύστερα γύρισε στους συντρόφους του πού τον περιμένανε με αγωνία για να συνεχίσουν για την Κάτω Ρίζα (Αστερούσια) την πορεία τους.

    Βορεινά των Βώρων υπάρχει το μοναστήρι της Παναγίας της Καρδιώτισσας. Εκεί πήγε κάποιο βράδυ να διανυχτερεύσει ο Πολυχρονοκωνσταντής. Η περιοχή γύρω ήταν γεμάτη άγρια δένδρα, απομονωμένη κι έρημη. Πολλοί από τους κατοίκους των γειτονικών χωριών θεωρούσανε την περιοχή τόπο φαντασμάτων. Την ώρα λοιπόν πού πήγε να ξαπλώσει άκουσε υπόκωφα βογγητά κάτω από το πάτωμα της εκκλησίας. Χωρίς να χάσει καιρό ανάβει ένα κερί με τα σπίρτα και από μια τρύπα που υπήρχε αρχίζει να κατεβαίνει στο υπόγειο της εκκλησίας που χρησίμευε σαν στέρνα νερού. Με έκπληξη του είδε τράγους «μπουζασμένους» που είχαν ίσως αφήσει ζωοκλέφτες σε χώρο ασφαλισμένο για να τους πάρουνε μια άλλη ώρα.

    Το επόμενο βράδυ επιστρέφοντας νύχτα στους Βώρους τον έπιασε βροχή. Για να προφυλαχτεί μπήκε στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου πού βρίσκεται Δυτικά του χωριού. Σαν μπήκε άκουσε ροχαλητό ανθρώπου. Άναψε κερί κι είδε τον χωριανό του Τσουδαντώνη να κοιμάται ξένιαστα. Ψάρεψε χέλια στον Γέρο ποταμό και σαν άρχισε η βροχή ήρθε εδώ, όπου κουρασμένος καθώς ήταν δεν άργησε να τον πάρει ο ύπνος. Ο Κωνσταντής δεν τον ξύπνησε. Έβαλε όμως τα γέλια σαν σκέφθηκε να τον τρομάξει. Ξάπλωσε δίπλα στον Τσουδαντώνη και κοιμήθηκε. Παχύς καθώς ήτανε, κουρασμένος και ταλαιπωρημένος άρχισε να ροχαλίζει δυνατότερα. Ο Τσουδαντώνης άνοιξε τα μάτια, πετάχτηκε πάνω νομίζοντας πως φαντάχτηκε κι άρχισε να τρέχει. Από τον θόρυβο του ξύπνησε κι ο Πολυχρονοκωνσταντής. Σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει πίσω του. Ο Τσουδαντώνης έπεσε του θανατά. Με αρκετή προσπάθεια κατάφερε να τον μεταπείσει ο Κωνσταντής πως εκείνος ήτανε το φάντασμα κι άλλο φάντασμα δεν υπάρχει.

    Ένα τελευταίο περιστατικό ακόμα από τη ζωή του Πολυχρονοκωνσταντή θα κλείσει τις προσωπικές αφηγήσεις των ανθρώπων πού ζήσανε και διασώσανε τούτη τη ζωντανή ιστορία είναι το ακόλουθο:

    Με τους συντρόφους του πήγε μια μέρα στο γειτονικό χωριό της Φανερωμένης. Την ώρα πού βρισκότανε σε κάποιο φιλικό σπίτι και γλεντοκοπούσαν κυκλοφόρησε ξαφνικά η φήμη ότι τούρκοι ζώσανε το χωριό. Ο Πολυχρονοκωνσταντής με τους συντρόφους του τρέξανε στα ανατολικά υψώματα του χωριού. Μείνανε αρκετή ώρα εκεί. Στο τέλος διαπίστωσαν πως η είδηση που είχε διαδοθεί ήταν ψεύτικη και κύκλωση δεν είχε γίνει από τους Τούρκους. Στο μεταξύ όλοι οι κάτοικοι του χωριού τρέξανε να φύγουν και να κρυφτούν. Ανάμεσα σ' αυτούς κι ο Γερο Μυλωνάκης πού μπήκε στον αγωγό κάποιου νερόμυλου κι έτρεχε σκυφτός ανατολικά να ξεφύγει. Ο Κωνσταντής πού είδε πως οι Τούρκοι δεν υπήρχανε πουθενά, για να πειράξει το γερο - Μυλωνάκη άρχισε να φωνάζει δυνατά από τα υψώματα: «Μωρέ ο Μυλωνάκης φεύγει καταπότη - καταπότη προς τον Ποταμήτη. - Στο τάδε σημείο είναι 'δα». Ο γερο - Μυλωνάκης ακούγοντας ότι προδόθηκε στράφηκε πρός τα πίσω για να μην τον συλλάβουν ακολουθώντας την αντίθετη κατεύθυνση του αγωγού. Κι ο Κωνσταντής συνέχιζε το σκοπό του: «Εγύρισε πίσω καταπότη - καταπότη». Ο γέρο - Μυλωνάκης άλλαξε ξανά κατεύθυνση. Τούτο επαναλήφθηκε 3 - 4 φορές ώσπου στο τέλος ο γέρος απελπίστηκε. Σηκώθηκε όρθιος, άπλωσε τα δυό του χέρια ανοιχτά σαν σφάκελλα κραυγάζοντας : «''ΝΑ'' είντα θα καταλάβεις πως θα με πιάσουνε ; » ενώ ο Κωνσταντής παραπέρα ξεκαρδιζότανε στα γέλια.

    Τούτα τα περιστατικά κι άλλα πολλά από τη ζωή του καπετάν Κωνσταντή Πολυχρονάκη δείχνουνε ακριβώς το χαρακτήρα του και ζωγραφίζουνε ενα Αγωνιστή πού δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα τους άλλους παππούδες της Λευτεριάς μας σε όλη τη χώρα. Καλόκαρδος, γενναίος, αγωνιστής, θαρραλέος, ριψοκίνδυνος. Όλες οι αρετές ήταν συγκεντρωμένες στο πρόσωπο του Πολυχρονοκωνσταντή. Ο ηρωισμός κι η παλληκαριά του ξεπερνούσαν κάθε όριο. Όλοι οι συναγωνιστές τον εκτιμούσανε και τον θαυνάζανε. Όλοι οι αντίπαλοι τον τρέμανε και τον φοβότανε. 

    Πριν κλείσει η εξιστόριση κι η σκιαγράφηση τούτου του ξακουστού οπλαρχηγού θα καταγράψουμε ένα έγγραφο που φανερώνει πως ο Πολυχρονάκης Κωνσταντίνος έφτασε στον βαθμό του Γενικού Αρχηγού της επαναστατημένης επαρχίας Πυργιωτίσσης, κατά την επανάσταση του 1878.


 Αριθ. 113

Εν Βόροις τη 19 Αυγούστου 1878

Πρός τόν αξιότιμον Κύριον Αντών. Κανάκην

Ενταύθα

    Γιγνώσκοντες τήν ικανότητά σου διορίζομέν σε τη συστάσει του Γενικού Αρχηγού Πυργιωτίσσης  κ. Κωνσταντίνου Πολυχρονάκη, εκατόνταρχον εν τη επαρχία ταύτη επί τη ελπίδι, ότι θέλεις φανείς άξιος του διορισμού τούτου και δικαιώσεις ούτω τάς προσδοκίας ημών.

Ο υπαρχηγός του τμήματος Ηρακλείου

Αδάμ Δαμιανάκης 

Ο Γενικός Αρχηγός Πυργιωτίσσης

Κωνστ/νος Πολυχρονάκης

Αριθ. 206

Εν Βροντησίω                                            Επικυρούται

τη 24 Αυγ. 1878                                                  το

Γενικόν Αρχηγείον του Τμήματος

Ηρακλείου

Ο Γραμματεύς                          Ο Γενικός Αρχηγός

Μιχ. Θ. Στεφανάκης  Τ. Σ.                Μ. Κόρακας


Επικυρούται

Η

Επιτροπή του Τμ. Ηρακλείου των πέντε επαρχιών

    Εν Ι. Μονή Βροντησίου

    24 Αυγούστου 1878

Ο Γραμματεύς

Μ. Κοιλιαράκης   Τ. Σ.


Φωτοτυπία του εγγράφου δια την οποίαν εμφαίνεται
ο τίτλος του Γενικού Αρχηγού Πυργιωτίσσης.



    Ο πόλεμος είναι ένα δύσκολο παιχνίδι ακόμα και για τους γενναίους αγωνιστές. Οι κακουχίες που πέρασε ο Πολυχρονοκωνσταντής σ' όλη τη διάρκεια της επαναστατικής και πολυτάραχης ζωής του δεν θα περάσουνε ανώδυνα. Θα προσβληθεί από βαρειά μορφή ρευματισμών και θα μείνει ακίνητος στο κρεββάτι για αρκετό καιρό. Οι περιποιήσεις κι η φροντίδα της αντάξιας συζύγου του Χρυσής δεν θα μπορέσουνε να αλλάξουνε το δρόμο του θανάτου. Ούτε ο Πολυχρονοκωνσταντής έχει τη δύναμη πια να του ξεφύγει όπως τόσες και τόσες φορές. Θα κλείσει τα μάτια για πάντα πια την Πρωτοχρονιά του 1912 στους Βώρους ήσυχος και σίγουρος πως βοήθησε κι αυτός στην Λευτεριά τούτης της πονεμένης Ρωμιοσύνης.

    Νοέμβρης 1979

ΣΗΦΗΣ ΚΟΣΟΓΛΟΥ

Φιλόλογος



                                                  Η πόλη του Ηρακλείου τιμά τους αγωνιστές 

Οδός αφιερωμένη στον αγωνιστή στην παλιά κεντρική συνοικία της πόλης του Ηρακλείου 



(Από την παρούσα δημοσίευση δεν επιτρέπεται καμία αντιγραφή παρά μόνο η χρήση της νόμιμης παραπομπής λόγω άντλησης πληροφορίας. (από την συντακτική ομάδα phestos))



Σήφης Κοσόγλου

Εκπαιδευτικός, συγγραφέας και ιστορικός ερευνητής. Έφυγε από τη ζωή στις 20 Οκτωβρίου 2014.

Καθηγητής και Άνθρωπος, που σαν ήσουν μαθητής του είχε την ανεπιτήδευτη ικανότητα και χάρισμα να σου αλλάζει τον πνευματικό σου κόσμο από της παλιότερης εποχής τα στεγανά, προκαταλήψεις, παρωπίδες και εκπαιδευτικές "αγκυλώσεις" και να σε κάνει να θες να ψάχνεις τον Δάσκαλο και όχι να τον αποφεύγεις. (Μ. Π.)

«Να με θυμάστε ... Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα ...

Την ομορφιά ποτές μου δεν την πρόδωσα.

Όλο το βιός μου το μοίρασα δίκαια.

Μερτικό εγώ δεν κράτησα...»

Στη ζωή μου προσπάθησα να πορευτώ με Ανθρωπιά, με Αξιοπρέπεια, με Καλοσύνη και Δικαιοσύνη.
Χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς εμπάθεια, χωρίς προκατάληψη για κανέναν των ανθρώπων... Μα προπάντων χωρίς κακία ή έχθρα...

«Το χρέος του φιλολόγου δεν είναι μόνο να διαβάζει, να ερμηνεύει, να εντάσσει τα κείμενα στο ιστορικό τους περιβάλλον ή να αναδεικνύει τη σημασία τους και να τα διδάσκει∙ χρέος του είναι, επίσης, να ανακαλύπτει τα κείμενα και να τα εκτιμά, όσο περιφρονημένα κι αν είναι από τον χρόνο, ως μαρτυρίες ζωής, ως τεκμήρια διεκδικήσεων και ως φωνές πατριωτικής αυτογνωσίας.» (Σ. Κ.)

Μια ταπεινή και ελάχιστη απόδοση τιμής από τη συντακτική ομάδα phestos