28 Φεβ 2012

Ευρώπη (Ζώνη γεωπολιτικού ενδιαφέροντος της Ελλάδας)



Θεσσαλονίκη 2004
Επιμέλεια Μιχάλης Πολυχρονάκης*

Η νέα γεωπολιτική αρχιτεκτονική της Ευρώπης

Ο ευρωπαϊκός γεωπολιτικός χάρτης έχει, μεταβληθεί δραματικά μετά από τη διάλυση του Σοβιετικού Συνασπισμού, στη δεκαετία του 1990.


Η Ελλάδα και τα Βαλκάνια τοποθετούνται πια στο νότιο τμήμα της κεντρι­κής Ευρώπης, ενώ η Νοτιανατολική Ευρώπη «μεταφέρεται» στην περιοχή Καύκασος -Τουρκία - Κύπρος.



Με την εκπνοή του 20ού αιώνα παρατηρούνται δύο πρώτου μεγέθους αλλαγές στον ευρωπαϊκό χάρτη:


Μία νέα εσωτερική δομή, που προήλθε από την αύξηση του αριθμού των ευρωπαϊκών κρατών, η οποία προκλήθηκε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, της Τσεχοσλοβακίας και της Σοβιετικής Ένωσης.

Μια νέα αντίληψη περί ανατολικών συνόρων της Ευρώπης λόγω διεύρυνσης του ευρωατλαντικού χώρου ανατολικά, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και με την απόφαση του Ελσίνκι για ένταξη της Τουρκίας μεταξύ των κρατών της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι αλλαγές αυτές επιβάλλουν με τη σειρά τους τον επανα­προσδιορισμό των παραμέτρων της ευρωπαϊκής γεωγραφικής οντότητας, έτσι όπως αυτές καθορίζονται από τη γεωπολιτική προσέγγιση με τα ευδιάκριτα σκέλη της, δηλαδή τη γεωστρατηγική (άμυνα και ασφάλεια) και τη γεωοικονομία.

Στα πλαίσια αυτής της νέας πραγματικότητας τίθενται μείζο­να ζητήματα που αφορούν κατά τρόπο άμεσο το θέμα της ευρω­παϊκής ταυτότητας στο πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό πεδίο. Είναι ευνόητο ότι τα ζητήματα αυτά συνδέονται, αφενός μεν με τη διεύρυνση / επέκταση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, αφετέ­ρου δε με τη διαμόρφωση του νέου (μετα-ψυχροπολεμικού) διε­θνούς συστήματος.

Τα ζητήματα που δημιουργούνται από τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα αφορούν άμεσα την Ελλάδα, τόσο επειδή αποτε­λεί κράτος - μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, όσο και διότι βρίσκε­ται εντός των ευρύτερων ορίων των ανωτέρω γεωγραφικών αλλα­γών της ευρωπαϊκής οντότητας.

Η νέα εσωτερική δομή της ευρωπαϊκής οντότητας
Η κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η Γιουγκοσλαβία πα­ραχώρησε τη θέση της σε πέντε νέα κράτη: (Νέα) Γιουγκοσλα­βία, Σλοβενία, Κροατία, Βοσνία - Ερζεγοβίνη, ΠΓΔΜ. 


Κατά την εκπνοή της εν λόγω δεκαετίας διαφάνηκαν οι προοπτικές περαιτέρω διάσπασης του γιουγκοσλαβικού χώρου με την τάση αυ­τονόμησης (ή ανεξαρτητοποίησης) του Κοσσυφοπεδίου και του Μαυροβουνίου, χωρίς να αποκλείεται τελείως και η αυτονόμηση (ή ανεξαρτητοποίηση) της Βοϊβοδίνας, γεγονός που θα μπορούσε να επιφέρει άμεσες επιπτώσεις για τη γειτονική Ρουμανία, η οποία αντιμετωπίζει χρόνια προβλήματα διαχείρισης της ουγγρικής μειονότητας της Τρανσυλβανίας. 
Επιπλέον, τα νέα αυτά κράτη παρουσιάζουν την ιδιομορφία της άμεσης γεωπολιτικής ένταξης τους σε συγκεχυμένες σφαίρες επιρροής.

Η Βοσνία - Ερζεγοβίνη και η ΠΓΔΜ υποστηρίζεται ότι αποτελούν ένα είδος«αμερικανικών προτεκτοράτων», στην ομάδα των οποίων προστίθεται και το Κοσσυφοπέδιο που έχει καταστεί πραγματικό στρατιωτικό προγεφύρωμα του αμερικανικού και του ευρύτερου νατοϊκού παράγοντα προς το χώρο των κε­ντρικών Βαλκανίων, ο οποίος παρέχει τη στρατηγική πρόσβαση προς την περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης.

 Η Σλοβενία και η Κροατία έχουν ενταχθεί από γεωοικονομική και γεωπολιτισμική άποψη στη σφαίρα της Γερμα­νίας με την οποία αναπτύσσουν, με ιδιαίτερα ταχείς ρυθ­μούς, αξιοσημείωτο αριθμό στρατηγικών συμμαχιών σε διάφορους τομείς.

Σε ο,τι αφορά τη διάσπαση της Τσεχοσλοβακίας σε Τσεχία και Σλοβακία, η νέα πραγματικότητα διαμορφώνεται ως εξής:

Η Τσεχία, που είναι και η πιο εύρωστη οικονομικά χώρα, αποτελεί πλέον βασικό παράγοντα για την προώθηση των ευρύτερων δυτικών συμφερόντων στην περιοχή.

Η Σλοβακία, που αντιμετωπίζει προβλήματα με την ουγ­γρική μειονότητα της επικράτειας της, φαίνεται να δυσπιστεί προς τον δυτικό παράγοντα, στον οποίο όμως είναι προσδεδεμένη έμμεσα, μέσω της στρατηγικής της σύγκλι­σης με την Ουκρανία και με την Αυστρία.

Και οι δύο χώρες πάντως ανήκουν στη ζώνη των χωρών του Βίζεγκραντ, που περιλαμβάνει επίσης την Πολωνία και την Ουγγαρία, και η οποία, πάρα την οικονομική διείσδυση του αμερικανικού παράγοντα, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του γερμανικού στρατηγικού χώρου και διαδραματίζει πρω­ταγωνιστικό ρόλο στη γερμανική «ανατολική πολιτική». 


Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, ανεξάρτητα από την έμπρα­κτη συνεργασία τους στο επίπεδο του ΝΑΤΟ καθώς και σε βασι­κούς τομείς της αναθεώρησης του Διεθνούς Συστήματος, οι ΗΠΑ και η Γερμανία έχουν ήδη διαμορφώσει τα δικά τους γεω­πολιτικά υποσυστήματα στον χώρο της Κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. 

Ειδικότερα:

Αν λάβουμε υπόψη μας τον σαφή νατοϊκό προσανατολισμό των δύο κρατών της Βαλκανικής - πρωτίστως της Ρουμανίας και δευτερευόντως της Βουλγαρίας - καθώς και την απόλυτη ένταξη της Αλβανίας στην αμερικανική ζώνη επιρροής, διαπιστώνουμε ότι οι ΗΠΑ, μέσω του ΝΑΤΟ, ελέγχουν στην ουσία όλο το τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου που αποτελούσε το δυτικό όριο της Οθωμανι­κής Αυτοκρατορίας μέχρι τις αρχές του 20οΰ αιώνα.


Εκεί­θεν των ευρωπαϊκών συνόρων της οθωμανικής επικρατείας και μέχρι το 1918 επεκτεινόταν η Αυστροουγγρική Αυτο­κρατορία. Δηλαδή κάλυπτε το χώρο όπου σήμερα εξικνεί­ται η σφαίρα επιρροής της Γερμανίας, η οποία, παρά τη στενή συνεργασία της με το ΝΑΤΟ, δημιουργεί το δικό της «γεωπολιτικό χώρο».

Ο γερμανικός γεωπολιτικός χώρος ταυτίζεται σήμερα σχε­δόν πλήρως με τον αντίστοιχο που υπήρχε έως το 1918 και περιελάμβανε το γερμανικό Ράιχ και την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. 

Εξαιρέσεις αποτελούν η περιοχή της γιου­γκοσλαβικής Βοϊβοδίνας και της ρουμανικής Τρανσυλβα­νίας, που όμως και οι δύο αποτελούν περιοχές με ουγγρικό στοιχείο για το οποίο η Βουδαπέστη επιδεικνύει όλο και με­γαλύτερο ενδιαφέρον. 
Σε περίπτωση απόσχισης ή αυτονό­μησης της Βοϊβοδίνας από το Βελιγράδι και της Τρανσυλ­βανίας από το Βουκουρέστι, τότε θα έχει ανατραπεί πλή­ρως η γεωπολιτική πραγματικότητα που διαμορφώθηκε με τις συνθήκες ειρήνης, με τις οποίες εξοβελίστηκε η αυστροουγγρική/γερμανική κυριαρχία από την κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια μετά το τέλος του Α ' Παγκόσμιου Πολέμου.

Η ανατολική Ευρώπη – Ρωσία


Η ΕΣΣΔ παραχώρησε τη θέση της σε 15 κράτη κατανεμημένα σε τρία επιμέρους γεωσυστήματα:

- Γεωσύστημα της ανατολικής Ευρώπης: Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Λευκορωσία, Ουκρανία, Μολδαβία, Ρωσία (Ρωσική Ομοσπονδία).

- Γεωσύστημα του Καυκάσου: Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν.

- Γεωσύστημα της Κεντρικής Ασίας: Καζακστάν, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, Κιργιστάν.

Από τα ανωτέρω γεωσυστήματα τα δύο πρώτα ανήκουν στην Ευρώπη και το τρίτο στην Ασία. Από αυτά, το γεωσύστημα της ανατολικής Ευρώπης διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση της νέας ευρωπαϊκής εσωτερικής δομής διότι επιτρέπει για πρώτη φορά την πλήρη υλοποίηση του γερμανικού (και ενίοτε ευρύτερου δυτικού) γεωπολιτικού οράματος της λεγόμενης «Ενδιάμεσης Ευρώπης».


Η «Ενδιάμεση Ευρώπη» (που δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια της «Κεν­τρικής Ευρώπης», είναι το τμήμα της ανατολικής Ευρώπης που βρίσκεται μεταξύ του γερμανικού-δυτικού χώρου και του ρωσικού-ανατολικού και αποτελεί γεωπολιτικό πεδίο διπλής όψης:

Επαρκή αμυντικό χώρο για άμυνα της Δύσης σε περίπτω­ση εχθρικής επίθεσης από την Ανατολή.

 Ικανοποιητικό πεδίο στρατηγικής προέλασης της Δύσης προς την Ανατολή στο πλαίσιο τόσο τυχόν αυτούσιας εξανάστασης της γεωπολιτικής δυναμικής της «ώθησης προς Ανατολάς», όσο και της όποιας άλ­λης εν μέρει προώθησης του δυτικού παράγοντα προς την περιοχή των στεπών.

Η σημασία του εν λόγω γεωπολιτικού υποσυστήματος για την ευρωπαϊκή εσωτερική δομή γίνεται πρόδηλη στο γεωπολιτικό πε­δίο από τη μετατροπή του σε πραγματικό πεδίο τριβής των ζωτι­κών συμφερόντων Ανατολής - Δύσης με τα επιμέρους χαρακτηρι­στικά του γνωρίσματα όπως:

Η προσπάθεια της Δύσης, και ειδικότερα της Γερμα­νίας, για ένταξη των τριών βαλτικών κρατών (Εσθονίας, Λε­τονίας, Λιθουανίας) στο σκανδιναβικό γεωσύστημα.

Η προσπάθεια των ΗΠΑ για άμεσο γεωστρατηγικό και γεωοικονομικό προσεταιρισμό της Ουκρανίας.

Η δημιουργία πολιτικής «Ένωσης» μεταξύ Ρωσίας και Λευκορωσίας, στην οποία μάλιστα ενδιαφερόταν να ενταχθεί και η Γιουγκοσλαβία του Μιλόσεβιτς, με σκοπό τη στρατηγι­κή αντιμετώπιση της δυτικής «περικύκλωσης».

Το νέο ανατολικό σύνορο της Ευρώπης


Από τα ανωτέρω γεωσυστήματα που δημιουργήθηκαν στο γεω­γραφικό χώρο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, εκείνο του Καυ­κάσου διαδραματίζει μείζονα ρόλο στη διαμόρφωση μιας νέας πραγματικότητας στα ανατολικά όρια της Ευρώπης:

Από γεωστρατηγική άποψη, το γεωσύστημα του Καυκάσου «πολλαπλασιάζει» τη δυναμική του «ανατολικού συνό­ρου» της Ευρώπης εφόσον αυτό δεν αποτελείται πλέον από μια κρατική οντότητα - όπως συνέβαινε με τη Σοβιετική Ένωση κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου - αλλά από τέσσερις: Ρωσία, Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν.

Το γεωσύστημα αυτό αποτελεί μία γεωγραφική «ενότητα» με την Τουρκία από τη στιγμή που η τελευταία θεωρείται πλέον επίσημα ως «τμήμα» της Ευρώπης, καλούμενη με τη Συμφωνία του Ελσίνκι να εκπληρώσει τα «τυπικά» πο­λιτικά και οικονομικά κριτήρια ένταξης της στην Ευρω­παϊκή Ένωση.


Ανεξάρτητα από το αν και πότε η Τουρκία θα ενταχθεί τελικά στην Ε.Ε. ως πλήρες μέλος, η Συμφω­νία του Ελσίνκι προσλαμβάνει ιδιαίτερη βαρύτητα στη γε­ωπολιτική αντίληψη που θα διαμορφωθεί με το χρόνο για το ανατολικό όριο της Ευρώπης, εφόσον εξαιτίας της το όριο αυτό μεταφέρεται πλέον στη γραμμή: Ουράλια όρη -Ουράλης Ποταμός - Καύκασος - Ανατολική Τουρκία.

Αν ληφθεί υπόψη η ευρύτερη γεωπολιτική στην περιοχή του Καυκάσου και της Ανατολικής Τουρκίας, στα πλαίσια της οποίας διαφαίνεται όλο και περισσότερο η πιθανότητα ίδρυσης ενός (αυ­τόνομου ή ανεξάρτητου) κουρδικού κράτους, τότε το ανατολικό όριο της Ευρώπης θα αποτελέσει κατά το νοτιότερο τμήμα του ο ποταμός Ευφράτης, το δυτικότερο σημείο του οποίου απέχει ελά­χιστα από τη Μεσόγειο.

Είναι δυνατόν λοιπόν να λεχθεί συμπερασματικά ότι το νέο ανατολικό όριο της Ευρώπης μεταφέρεται από τη γραμμή Ουρά­λια όρη - Ουράλης ποταμός - Καύκασος - Εύξεινος Πόντος -Στενά - Αιγαίο Πέλαγος, στη γραμμή Ουράλια όρη - Ουράλης ποταμός - Καύκασος - Ευφράτης ποταμός - Ανατολική Μεσό­γειος.


Στο ότι αυτή θα καταστεί σταδιακά η νέα γεωπολιτική αντίληψη των πραγμάτων κατά τα πρώτα έτη του 21ου αιώνα., συνά­δει και το γεγονός της ένταξης (σύμφωνα με την ίδια Συμφωνία του Ελσίνκι) στην Ε.Ε. της Κύπρου, η οποία αποτελεί έτσι το νοτιότερο άκρο του ευρωπαϊκού χώρου.

Άμεσες γεωπολιτικές επιπτώσεις

 Η ανωτέρω αναδιάταξη της ευρωπαϊκής γεωπολιτικής δυναμι­κής ενέχει δύο πρωτογενείς επιπτώσεις για την Ελλάδα:

Στον νέο γεωγραφικό χάρτη, η «Νοτιοανατολική Ευρώπη» δεν θα είναι πλέον τα Βαλκάνια (όπου ανήκει και η Ελλάδα) αλλά η Γεωργία, η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, η Τουρκία και η Κύπρος. 

Η Ελλάδα μαζί με τα Βαλκάνια θα αποτελούν πλέον το νότιο τμήμα της «Κεντρικής Ευρώ­πης», η οποία θα απαρτίζεται από τα εξής γεωσυστήματα:

- Σκανδιναβικό γεωσύστημα: Φινλανδία, Σουηδία, Νο­ρβηγία, Δανία.

- Γερμανικό γεωσύστημα: Γερμανία, Αυστρία, Ζώνη του Βίζεγκραντ ( Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία), Κροατία, Σλοβενία.

- Ιταλικό γεωσύστημα: Ιταλία, Μάλτα, δ. Βαλκανικό γεωσύστημα: Γιουγκοσλαβία, Βοσνία - Ερζε­γοβίνη, Ρουμανία, Βουλγαρία, ΠΓΔΜ, Αλβανία, Ελλάδα.

Καθίσταται σαφές ότι από τα ανωτέρω γεωσυστήματα, τα τρία πρώτα διαθέτουν μια αναμφισβήτητη γεωπολιτική εσωτερική συνοχή, σε κατάφωρη αντίθεση με το τέταρτο, όπου ανήκει και η Ελλάδα, το οποίο αποτελεί πεδίο τριβήςς των συμφερόντων τριών Μεγάλων Δυνάμεων, δηλαδή των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Ρωσίας.

Από αμιγώς γεωπολιτική άποψη, η Γιουγκοσλαβία διαδραματίζεί στη νέα αυτή πραγματικότητα ένα διττό ρολό:

Είναι Δύναμη αναχαίτισης της περαιτέρω επέκτασης προς το Νότο του γερμανικού γεωπολιτικού πεδίου, το οποίο αρχίζει από τα βόρεια σύνορα της.

Αποτελεί δυνητικό χώρο περαιτέρω προώθησης προς τον Βορρά του αμερικανό νατοϊκού γεωπολιτικού πεδίου το οποίο εξικνείται στα νότια σύνορα της.


ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΙ ΠΑΙΚΤΕΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ

Δραστήριοι γεωπολιτικοί παίκτες είναι τα κράτη που έχουν την ικανότητα και την εθνική θέληση να ασκήσουν δύναμη ή επιρροή πέρα από τα σύνορα τους ώστε να μεταβάλουν - σε βαθμό που θίγει τα συμφέροντα της Αμερικής - την υπάρ­χουσα γεωπολιτική κατάσταση πραγμάτων, 
σε κράτη που έχουν την προδιάθεση να είναι ασταθή από γεωπολιτική άποψη. 

Για διάφορους λόγους - επιδίωξη εθνι­κού μεγαλείου, ιδεολογική εκπλήρωση, θρησκευτικός μεσιανισμός ή οικονομική επέκταση - μερικά κράτη επιδιώκουν περιφερειακή κυριαρχία ή παγκόσμια θέση.

Έτσι σήμερα , διαφαίνεται ότι υπολογίζουν προσεκτικά τη δύναμη της Αμερικής, καθορίζουν την έκταση στην οποία τα συμ­φέροντα τους επικαλύπτουν ή συγκρούονται με τα συμφέ­ροντα της και διαμορφώνουν τους δικούς τους πιο περιορισμένους ευρασιατικούς στόχους, που μερικές φορές συνεργούν, αλλά μερικές φορές συγκρούονται με τις πολι­τικές αυτής της δύναμης.

Γεωπολιτικοί άξονες είναι τα κράτη των οποίων η σημα­σία δεν προέρχεται από τη δύναμη τους ή τα κίνητρα τους, αλλά από την ευαίσθητη θέση τους και από τις συνέπειες τις οποίες έχει η δυνητικά ευάλωτη κατάσταση τους στη συ­μπεριφορά των γεωστρατηγικών παικτών.


Τις περισσότε­ρες φορές, τους γεωπολιτικούς άξονες καθορίζει η γεωγρα­φία τους, που τους προσδίδει σε μερικές περιπτώσεις ειδι­κό ρόλο, είτε επειδή, λόγω της θέσης τους, ελέγχουν την πρό­σβαση σε σημαντικές περιοχές είτε επειδή αρνούνται πό­ρους σε κάποιο σημαντικό παίκτη.

Σε μερικές περιπτώσεις, ένας γεωπολιτικός άξονας μπορεί να δρα ως αμυντική α­σπίδα για κάποιο ζωτικό κράτος ή ακόμη και περιφέρεια. Μερικές φορές, μπορούμε να πούμε ότι η ίδια η ύπαρξη ε­νός γεωπολιτικού άξονα έχει πολύ σημαντικές πολιτικές και πολιτισμικές συνέπειες για έναν πιο δραστήριο γειτονικό γεωστρατηγικό παίκτη.

Επίσης, θα πρέπει να σημειώσουμε εξαρχής ότι, αν και όλοι οι γεωστρατηγικοί παίκτες είναι μάλλον σημαντικές και ισχυρές χώρες, αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι σημαντικές και ισχυρές χώρες είναι αυτόματα γεωστρατηγικοί παί­κτες.

Γαλλία, Γερμανία

Στο δυτικό άκρο της Ευρασίας, οι βασικοί και δυναμικοί γεωστρατηγικοί παί­κτες είναι η Γαλλία και η Γερμανία.

Και οι δύο παρακινούνται από το όραμα της ενωμένης Ευρώπης, παρότι έχουν διαφορετική άποψη ως προς το βαθμό και τον τρόπο με τον οποίο η ενωμένη Ευρώπη θα έπρεπε να παραμείνει δεμένη με την Αμερική. Όμως, και οι δύο θέλουν να διαμορφώσουν κάτι φιλόδοξα νέο στην Ευρώπη.

Ιδιαίτερα η Γαλλία έχει τη δική της γεωστρατηγική αντίληψη για την Ευρώπη, η οποία διαφέρει σε πολλά σημαντικά ζητήματα από εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών και κλίνει στην προώθηση τακτικών ελιγμών που στοχεύουν να στρέφουν τη Ρωσία εναντίον της Αμερικής και τη Μεγά­λη Βρετανία εναντίον της Γερμανίας, παρότι στηρίζεται στη γαλλο-γερμανική συμμαχία για να αντισταθμίζει τη δική της σχετική αδυναμία.

Επιπλέον, τόσο η Γαλλία όσο και η Γερμανία είναι αρκετά ισχυρές (ώστε να ασκούν επιρροή σε ευρύτερη περιφερεια­κή ακτίνα δράσης.

 Η Γαλλία δεν επιδιώκει μόνο να παίζει κεντρικό πολιτικό ρόλο στην ενοποιημένη Ευρώπη, αλλά βλέπει επίσης τον εαυτό της ως τον πυρήνα μιας μεσογειακής-βορειοαφρικανικής ομάδας κρατών που έχουν κοινά συμφέροντα.

Η Γερμανία συνειδητοποιεί όλο και περισσό­τερο την ειδική θέση της ως το σημαντικότερο κράτος της Ευρώπης, την οικονομική ατμομηχανή της περιοχής και τον αναδυόμενο ηγέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Η Γερμανία νιώθει ότι έχει ειδική ευθύνη για την πρόσφατα χειραφετη­μένη Κεντρική Ευρώπη, κατά τρόπο που θυμίζει ασαφώς προγενέστερες αντιλήψεις για τη Μεσευρώπη υπό την ηγεσία της Γερμανίας. 
Επιπρόσθετα, τόσο η Γαλ­λία όσο και η Γερμανία θεωρούν ότι είναι αρμόδιες να εκ­προσωπούν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα στις διαπραγματεύ­σεις με τη Ρωσία και μάλιστα, λόγω της γεωγραφικής θέσης της, η Γερμανία επιφυλάσσει για τον εαυτό της, τουλά­χιστον θεωρητικά, τη μεγάλη επιλογή μιας ειδικής διμερούς διευθέτησης με τη Ρωσία.

Βρετανία


Η Βρετανία δεν είναι γεωστρατηγικός παίκτης. 

Έχει λιγότερες μεγάλες επιλογές, δεν έχει κανένα φιλόδοξο όραμα για το μέλλον της Ευρώπης και η σχετική παρακμή της έχει περιορίσει την ικανότητα της να παίζει τον παραδοσιακό ρόλο του Ευρωπαίου ισορροπιστή. 
Η διφο­ρούμενη στάση της απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και η προσκόλληση της σε μια φθίνουσα ειδική σχέση με την Αμερική μειώνουν όλο και περισσότερο τη σημασία της Με­γάλης Βρετανίας όσον αφορά τις κυρίες επιλογές για το μέλ­λον της Ευρώπης. 
Σε μεγάλο βαθμό, το Λονδίνο έθεσε τον εαυτό του εκτός ευρωπαϊκού παιχνιδιού.

Η απροθυμία της Βρετανίας να συμμετάσχει στην Οικονομική και Νομισμα­τική Ενοποίηση, αντανακλά την απροθυμία της χώρας να ταυτίσει το πεπρωμένο της Βρετανίας με εκείνο της Ευρώ­πης. Η ουσία αυτής της στάσης συνοψίστηκε σωστά ως εξής στις αρχές της δεκαετίας του 1990:

Η Βρετανία απορρίπτει το στόχο της πολιτικής ενο­ποίησης, επιζητεί ένα πρότυπο οικονομικής ολοκλή­ρωσης το οποίο βασίζεται στο ελεύθερο εμπόριο. Προτιμά να συντονίζονται η εξωτερική πο­λιτική, η ασφάλεια και η άμυνα εκτός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Είναι σίγουρο ότι η Μεγάλη Βρετανία εξακολουθεί να εί­ναι σημαντική για την Αμερική. Σε κάποιο βαθμό, συνεχί­ζει να ασκεί παγκόσμια επιρροή μέσω της Κοινοπολιτείας, αλλά ούτε είναι δραστήρια παγκόσμια δύναμη ούτε παρα­κινείται από κάποιο φιλόδοξο όραμα.


Είναι ο βασικός υπο­στηρικτής της Αμερικής, πολύ πιστός σύμμαχος, ζωτική στρατιωτική βάση και στενός εταίρος σε κρίσιμα σημαντι­κές δραστηριότητες μυστικών υπηρεσιών. 
Είναι γεωστρατηγικός παίκτης που αποσύρθηκε και αναπαύεται στις λαμπρές δάφνες του, αποδεσμευμένος σε μεγάλο βαθμό από τη μεγάλη ευρω­παϊκή περιπέτεια, στην οποία η Γαλλία και η Γερμανία εί­ναι οι κύριοι παίκτες.

Τα άλλα μεσαίου μεγέθους ευρωπαϊκά κράτη, από τα ο­ποία τα περισσότερα είναι μέλη του ΝΑΤΟ και/ή της Ευρω­παϊκής Ένωσης, είτε ακολουθούν την ηγεσία της Αμερικής είτε ευθυγραμμίζονται ήσυχα με τη Γερμανία ή τη Γαλλία. 

Οι πολιτικές τους δεν έχουν ευρύτερη περιφερειακή επί­πτωση και δεν είναι σε θέση να μεταβάλουν τη βασική διά­ταξη των δυνάμεων. Σε αυτό το στάδιο, δεν είναι ούτε γεωστρατηγικοί παίκτες ούτε γεωπολιτικοί άξονες. 
Το ίδιο ­σχύει για το σημαντικό δυνητικό κεντροευρωπαϊκό μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Πολωνία.

Η Πολωνία είναι πολύ αδύναμη για να είναι γεωστρατηγικός παίκτης και έχει μια μόνο επιλογή: Να ενσωματωθεί στη Δύση. 

Επιπλέον, η εξαφάνιση της παλιάς ρωσικής αυτο­κρατορίας και η σύσφιξη των δεσμών τόσο με την Ατλαντι­κή Συμμαχία όσο και με την αναδυόμενη Ευρώπη δίνουν στην Πολωνία ασφάλεια χωρίς ιστορικό προηγούμενο, ενώ από την άλλη περιορίζουν τις στρατηγικές επιλογές της.

Ρωσία

Η Ρωσία παραμένει σημαντικός γεωστρατηγικός παίκτης, παρά την αποδυνάμωση της και την πιθανή παράταση των δυσκολιών της. 

Η πα­ρουσία της και μόνο έχει μεγάλη επίπτωση στα κράτη που ανεξαρτητοποιήθηκαν πρόσφατα στον ευρύ ευρασιατικό χώρο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Τρέφει φιλόδοξους γεωπολιτικούς στόχους, τους οποίους διακηρύσσει ανοικτά όλο και περισσότερο. 
Έτσι και ανακτήσει τη δύναμη της, οι συνέπειες τόσο για τους δυτικούς όσο και για τους ανατολικούς γείτονες της θα είναι σημαντικές.

Επιπλέον, η Ρωσία πρέπει ακόμη να κάνει τη θεμελιακή γεωστρατηγική επι­λογή της όσον αφορά τη σχέση της με την Αμερική: Είναι φίλη ή αντίπαλος; Σχετικά με αυτό, μπορεί να νιώθει ότι έ­χει μεγάλες επιλογές στην ευρασιατική ήπειρο. 
Πολλά εξαρτώνται από το πώς θα εξελιχτεί η εσωτερική πολιτική της και ιδιαίτερα από το αν η Ρωσία θα γίνει ευρωπαϊκή δη­μοκρατία ή ξανά ευρασιατικη αυτοκρατορία.

Ουκρανία

Η Ουκρανία νέος και σημαντικός χώρος στην ευρασιατική σκακιέρα, είναι γεωπολιτικός άξονας, επειδή η ίδια η ύπαρξη της ως ανεξάρτητης χώρας βοηθά το μετασχηματι­σμό της Ρωσίας.


Χωρίς την Ουκρανία, η Ρωσία παύει να εί­ναι ευρασιατική αυτοκρατορία. 

Χωρίς την Ουκρανία, η Ρω­σία μπορεί να συνεχίσει να προσπαθεί για αυτοκρατορική θέ­ση, αλλά τότε θα γινόταν κυρίως ασιατικό αυτοκρατορικό κράτος, το οποίο θα συρόταν πολύ πιθανόν σε συγκρούσεις, που θα το αποδυνάμωναν, με αφυπνισμένους Κεντροασιάτες, οι οποίοι θα ήταν γεμάτοι μνησικακία για την απώλεια της πρόσφατα αποκτημένης ανεξαρτησίας τους και θα εί­χαν την υποστήριξη των αδελφικών ισλαμικών κρατών στο νότο.

Επίσης, το πιθανότερο και η Κίνα θα αντετίθεντο σε ο­ποιαδήποτε παλινόρθωση της ρωσικής κυριαρχίας στην Κε­ντρική Ασία, λόγω του αυξανόμενου ενδιαφέροντος της για τα κράτη της περιοχής που απόκτησαν πρόσφατα την ανε­ξαρτησία τους. 

Ωστόσο, αν η Μόσχα ανακτήσει τον έλεγχο της Ουκρανίας, με τον πληθυσμό των 52 εκατομμυρίων, τους σημαντικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους και την πρόσβαση στη Μαύρη θάλασσα, θα ανακτήσει αυτό­ματα τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να γίνει ισχυρό αυτοκρατορικό κράτος, που θα ενώνει την Ευρώπη και την Ασία.

Αν η Ουκρανία έχανε την ανεξαρτησία της, αυτό θα είχε ά­μεσες συνέπειες για την Κεντρική Ευρώπη, μετασχηματί­ζοντας την Πολωνία στον γεωπολιτικό άξονα του ανατολι­κού συνόρου της ενωμένης Ευρώπης.

Τουρκία

Η Τουρκία αρχίζει να ασκεί σε κάποιο βαθμό επιρροή στην περιοχή της Κασπίας-Κεντρικής Ασίας, εκμεταλλευόμενη τη συρρίκνωση της δύναμης της Ρωσίας.

Γι' αυτό το λόγο, θα μπορούσε να θεωρηθεί γεωστρατηγικός παίκτης. Ωστόσο, αντιμετωπίζει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα και η ικανότητα της να ε­πιφέρει σημαντικές μετατοπίσεις στην κατανομή της ι­σχύος στην περιοχή είναι περιορισμένη.

Ωστόσο, η Τουρκία είναι πρω­ταρχικά σημαντικός γεωπολιτικός άξονας, στα­θεροποιεί την περιοχή της Μαύρης θάλασσας, ελέγχει την πρόσβαση από αυτήν στη Μεσόγειο, αντισταθμίζει τη Ρω­σία στον Καύκασο, αποτελεί ακόμη αντίδοτο στον μου­σουλμανικό φονταμενταλισμό και χρησιμεύει ως το νότιο α­γκυροβόλιο του ΝΑΤΟ. 

Μια αποσταθεροποιημένη Τουρ­κία θα εξαπέλυε πιθανώς περισσότερη βία στα νότια Βαλ­κάνια, ενώ θα διευκόλυνε την επανεπιβολή του ρωσικού ε­λέγχου στα κράτη του Καυκάσου που ανεξαρτητοποιήθη­καν πρόσφατα.

 Ευρωατλαντικές σχέσεις

Ο εντοπισμός των κεντρικών παικτών και των βασικών α­ξόνων, βοηθά να καθορίσουμε τα μεγάλα πολιτικά διλήμ­ματα που αντιμετωπίζει η Αμερική και να προβλέψουμε τις δυνητικές μεγάλες προκλήσεις στην ευρασιατική υπερήπειρο.


Πρώτα από όλα, η Ευρώπη είναι το ουσιαστικό γεωπολιτικό προγεφύρωμα της Αμερικής στην ευρασιατική ήπειρο. Τα γεωστρατηγικά διακυβευόμενα της Αμερικής στην Ευρώπη είναι τεράστια. Σε διαφορά με τους δεσμούς της Αμερικής με την Ιαπωνία, η Ατλαντική Συμμαχία οχυ­ρώνει την αμερικανική πολιτική επιρροή και στρατιωτική δύναμη άμεσα στην ευρασιατική ήπειρο.

Σε αυτό το στάδιο των αμερικανο-ευρωπαϊκών σχέσεων, καθώς τα σύμμαχα ευρωπαϊκά έθνη εξαρτώνται ακόμη σε μεγάλο βαθμό από την προστασία των ΗΠΑ στον τομέα της ασφάλειας, οποιαδήποτε επέκταση του πεδίου της Ευρώπης γίνεται αυτόμα­τα επέκταση του πεδίου της άμεσης επιρροής των ΗΠΑ.

Αντί­στροφα, χωρίς στενούς διατλαντικούς δεσμούς, η πρωτοκα­θεδρία της Αμερικής στην Ευρασία εξαφανίζεται αμέσως. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο έλεγχος των ΗΠΑ στον Ατλαντι­κό ωκεανό και η ικανότητα τους να προβάλλουν επιρροή και δύναμη βαθύτερα στην Ευρασία θα περιορίζονταν σο­βαρά.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες διακήρυσσαν πάντοτε την πίστη τους στην υπόθεση της ενωμένης Ευρώπης. 

Από την εποχή της κυβέρνησης Κένεντι, η σταθερή επίκληση είναι εκείνη των «ισότιμων εταίρων». Η επίσημη Ουάσινγκτον διακη­ρύσσει σταθερά την επιθυμία της να δει την Ευρώπη να α­ναδεικνύεται σε ενιαία οντότητα, αρκετά ισχυρή ώστε να μοιραστεί με την Αμερική τόσο τις υπευθυνότητες όσο και τα βάρη της παγκόσμιας ηγεσίας. Αυτή είναι η καθιερωμένη ρητορική για το ζήτημα. Ό­μως, στην πρακτική, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν λιγότερο σαφείς στις συνέσεις.

Επιθυμεί πραγματικά η Ουάσινγκτον μια Ευρώπη που είναι γνήσια ισότιμος εταίρος στις παγκό­σμιες υποθέσεις ή προτιμά μια άνιση συμμαχία;

Για παρά­δειγμα, είναι προετοιμασμένες οι Ηνωμένες Πολιτείες να μοιραστούν με την Ευρώπη την ηγεσία στη Μέση Ανατολή, μια περιοχή η οποία δεν είναι μόνο εγγύτερα, από γεωγρα­φική άποψη, στην Ευρώπη παρά στην Αμερική, αλλά και μια περιοχή στην οποία αρκετά ευρωπαϊκά κράτη έχουν υ­φιστάμενα από παλιά συμφέροντα; 

Το ζήτημα του Ισραήλ μας έρχεται αμέσως στο μυαλό. Επίσης, οι Ηνωμένες Πο­λιτείες δεν αντιμετώπισαν τις διαφορές μεταξύ ΗΠΑ και Ευ­ρώπης σχετικά με το Ιράν και το Ιράκ ως ζήτημα μεταξύ ί­σων, αλλά ως θέμα ανυπακοής.

Η ασάφεια ως προς το βαθμό της υποστήριξης της ευ­ρωπαϊκής ενότητας εκ μέρους της Αμερικής επεκτείνεται ε­πίσης στο ζήτημα του χαρακτήρα της, ιδιαίτερα στο ποια χώρα θα έπρεπε να ηγείται στην ενωμένη Ευρώπη, αν θα έ­πρεπε να ηγείται κάποια χώρα.


Η Ουάσινγκτον δεν απο­θάρρυνε τη διαιρετική θέση του Λονδίνου απέναντι στην ο­λοκλήρωση της Ευρώπης, αν και η Ουάσινγκτον δείχνει σα­φώς την προτίμηση της στη γερμανική -και όχι στη γαλλι­κή- ηγεσία στην Ευρώπη. Αυτό είναι κατανοητό, λόγω της παραδοσιακής ώθησης της γαλλικής πολιτικής, αλλά η προ­τίμηση έχει επίσης ως συνέπεια να ενθαρρύνει την περιπτωσιακή εμφάνιση μιας τακτικής γαλλο-βρετανικής συ­νεννόησης που έχει στόχο να θέτει εμπόδια στη Γερμανία, καθώς και το περιοδικό γαλλικό φλερτάρισμα με τη Μό­σχα, που στοχεύει στο να αντισταθμίζει τον αμερικανο-γερμανικό συνασπισμό.

Η ανάδειξη μιας πραγματικά ενωμένης Ευρώπης - ιδιαί­τερα αν αυτό συντελούνταν με εποικοδομητική αμερικανική υποστήριξη- θα απαιτούσε σημαντικές αλλαγές στη δομή και στις διαδικασίες της ΝΑΤΟΪκής συμμαχίας, του κύριου δεσμού μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης. 

Το ΝΑΤΟ δεν παρέ­χει μόνο τον κύριο μηχανισμό για την άσκηση της επιρροής των ΗΠΑ στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, αλλά επίσης τη βάση για την πολιτικά κρίσιμη αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη Δυτική Ευρώπη. 
Ωστόσο, η ευρωπαϊκή ενότητα θα απαιτήσει να προσαρμοστεί αυτή η δομή στη νέα πραγματικότητα μιας συμμαχίας η οποία θα βασίζεται σε δυο κατά το μάλλον ή ήττον ισότιμους εταίρους.
 Μέχρι τώρα, σε μεγάλο βαθμό αυτό το ζήτημα έχει α­ντιμετωπιστεί περιθωριακά, παρά τα μετριοπαθή βήματα που έγιναν το 1996 για να ενισχυθεί εντός του ΝΑΤΟ ο ρό­λος της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης, του στρατιωτικού συ­νασπισμού των δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Έτοιμη επιλογή που θα ευνοούσε πραγματικά την ενωμένη Ευρώπη θα υπο­χρέωνε σε μεγάλης εμβέλειας αναδιάρθρωση του ΝΑΤΟ, περιορίζοντας αναπόφευκτα την αμερικανική πρωτοκαθεδρία εντός της συμμαχίας.

Η θέση της Ελλάδας

Είναι ευνόητο ότι, τόσο η νέα εσωτερική δομή της Ευρώπης, όσο και ο νέος γεωγραφικός προσδιορισμός του «κεντρικού» και του «νοτιοανατολικού» τμήματος της Ευρώπης, δημιουργούν νέα γε­ωπολιτικά δεδομένα για την Ελλάδα. Τα δεδομένα αυτά πρέπει να συνεξεταστούν σε σχέση με:

Τη σημασία της αλλαγής ισοζυγίου Δυνάμεων στην περιοχή.

Τον παραδοσιακό «ναυτικό χαρακτήρα» της ισχύος του Ελληνισμού σε άμεσο όμως συνδυασμό με την προοπτική μετατροπής της Ελλάδας σε ισχυρή Βαλκανική Δύναμη, γεγονός που επιβάλλει την άμεση αξιοποίηση παραμέτρων «χερσαίας ισχύος».

Τον εντοπισμό των πολλαπλασιαστούν ή απομειωτών ισ­χύος του ελληνικού χώρου στην περίπτωση μετάταξης του από το χώρο της «Νοτιοανατολικής Ευρώπης» στο χώρο της «Κεντρικής Ευρώπης».

Τη δυναμική της Κύπρου στον γεωπολιτικό χώρο του «ανατολικού ορίου» της Ευρώπης σε συνδυασμό με τη δυ­ναμική του πεδίου Αθήνας - Λευκωσίας .

Τη διερεύνηση των νέων γεωπολιτικών δεδομένων που προ­κύπτουν από τη μετατροπή της γραμμής Καύκασος -Ευφράτης ποταμός σε νοτιοανατολικό φυσικό όριο τηςΕυρώπης.


Γεωοικονομικό ενδιαφέρον της Ελλάδας στα Βαλκάνια


Ο ρόλος της Ελλάδας στην ανάπτυξη αυτής της βαλκανικής ζώνης με την πάροδο του χρόνου βαίνει διαρκώς αυξανόμενος και τούτο χάρη στους ακόλουθους έξι παράγοντες:

Στις Ελληνικές επενδύσεις, οι οποίες γίνονται από διάφορες επιχειρήσεις σε διάφορους οικονομικούς κλάδους (αγροτικά προϊόντα, ιχθυοκαλλιέργεια, κατασκευές, ναυτιλία, τράπεζες, κ.λ.π).

Στις ελληνικές εξαγωγές οι οποίες συνεχώς αυξάνονται προς τις χώρες της περιοχής. Για τα βαλκανικά κράτη ειδικότερα η αύξηση των εξαγωγών είναι εντυπωσιακή. Οι εξαγωγές προς τη Βαλκανική (με εξαίρεση το γεωγραφικό χώρο της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας) αυξήθηκαν από 129 εκ. δολ. το 1989 στα 720 εκ. δολ. το 1994 και μετά το 1995 άνω των 800 εκ. δολ.

Στο ρόλο του ελληνικού κράτους το οποίο προχώρησε στην παροχή δανείων και εξαγωγικών πιστώσεων προς αυτές τις χώρες. Ειδικά για τις τρεις χώρες της Βαλκανικής (Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουμανία) το ύψος των διαθέσιμων πιστώσεων έφθασε τα 120 εκ. δολ.

Στο γεωγραφικό παράγοντα και στην επέκταση-αναβάθμιση του δικτύου μεταφορών με τη δημιουργία της Εγνατίας Οδού, την επέκταση και αναβάθμιση των λιμένων Θεσσαλονίκης, Καβάλας, Αλεξανδρούπολης και τη διασυνοριακή διασύνδεση. Έτσι οι βόρειοι γείτονες έχουν τη δυνατότητα ευκολότερης πρόσβασης στις διεθνείς αγορές συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής και του Ισραήλ. 

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι πολλές ισραηλινές επιχειρήσεις έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για οικονομική (εμπορική-επενδυτική) δραστηριοποίηση στη ζώνη των Βαλκανίων μέσω Ελλάδος. 
Ο ρόλος της Θεσσαλονίκης για μία τέτοια εξέλιξη είναι σημαντικότατος. Στα πλαίσια του νέου Διεθνούς Συστήματος η Θεσσαλονίκη αποτελεί από γεωπολιτική άποψη το γεωσημείο οργανικής σύνδεσης του χώρου των Βαλκανίων και της ευρύτερης Ανατολικής Ευρώπης με τη Μέση Ανατολή και από κει με την Κεντρική Ασία.

Παράλληλα, στο καθαρά πολιτικό επίπεδο εντός της Ε.Ε., όπου η Ελλάδα πρωτοστάτησε στη χρηματοδότηση των πρώην Ανατολικών Χωρών (προγράμματα ΡΗΑRE, ΙΝΤΕRREG), από τα οποία έχουν αντλήσει κεφάλαια πολλές επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδος.

Τέλος, στο γεγονός ότι μετά τον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο η Ελλάδα ανακοίνωσε για την περίοδο 2000 - 04 επιπρόσθετη οικονομική βοήθεια ύψους 100 δις δρχ.· (325,6 εκ. δολ.), η οποία αφορά την Αλβανία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, το Κοσσυφοπέδιο. Εάν το επιτρέψουν οι πολιτικές συνθήκες, στο πρόγραμμα θα ενταχθούν η Σερβία και το Μαυροβούνιο.

Ειδικότερα η κατανομή αυτής της βοήθειας θα γίνει σε τρεις κατηγορίες. Αυτές είναι:

- Κοινωνική υποδομή (εκπαίδευση, υγεία, στέγαση).

- Οικονομική υποδομή (μεταφορές, επικοινωνίες, ενέργεια, μελέτες έργων υποδομής).

- Τομείς παραγωγής (βιομηχανία, εμπόριο, πολιτισμός).

Τονίζεται ότι οι τομείς μεταφορών, επικοινωνιών, ενέργειας, βιομηχανίας έχουν ένα διττλό ενδιαφέρον, από τη μία πλευρά αποτελούν χώρους γεωοικονομικής δραστηριότητας που αποτελεί την αιχμή του δόρατος όλων των πολλαπλασιαστών δυνάμεως του ελληνικού κράτους. Από την άλλη είναι χώροι στρατηγικής σημασίας όπου οι Ένοπλες Δυνάμεις ανατροφοδοτούν με τη δράση τους την εσωτερική δυναμική τους. 

Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η ελληνική οικονομική δραστηριότητα έχει δυο όψεις: την καθαρά οικονομική (εμπόριο, αγροτικά προϊόντα, ιχθυοκαλλιέργεια, κατασκευές, κλωστοϋφαντουργία, τρόφιμα και ποτά, πλαστικά προϊόντα και χημική βιομηχανία, ασφάλειες, πολιτιστικές ανταλλαγές, εκπαίδευση, υγεία, στέγαση) και τη γεωοικονομική (μεταφορές, επικοινωνίες, ενέργεια, ορυχεία, ναυτιλία). Και οι δυο αυτές δραστηριότητες προέρχονται τόσο από ιδιωτικούς όσο και δημόσιους φορείς.

Πρέπει επίσης να τονισθεί ότι ο γεωοικονομικός ρόλος της Ελλάδας δεν είναι επιθετικός. 

Η Ελλάδα είναι μικρή χώρα με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, παρά το ότι το ΑΕΠ της ξεπερνά αυτό των βορείων γειτόνων της. 
Η Ελλάδα δεν πρόκειται να ελέγξει τα δίκτυα ενέργειας, μεταφορών, επικοινωνιών και ναυτιλίας των Βαλκανίων με τέτοιο τρόπο ώστε να κατακτήσει, να αλώσει οικονομικά τις γειτονικές χώρες και να επιβάλει τη θέληση της μειώνοντας τους συντελεστές εθνικής κυριαρχίας τους.(Στο Βαλκανικό χώρο οι κύριοι γεωοικονομικοί παίκτες είναι η Γερμανία και οι ΗΠΑ. 
Είναι χαρακτηριστικό του γεωοικονομικού ανταγωνισμού των δυο αυτών δυνάμεων το ότι ο Αλβανός πρόεδρος Σαλί Μπερίσα αποφάσισε να παραχωρήσει σε γερμανικές εταιρείες την εκμετάλλευση των ορυχείων χρωμίου, μέσω μικτής γερμανο-αλβανικής εταιρείας στην οποία η γερμανική πλευρά διέθετε το 81% των μετοχών αγνοώντας τις αντίστοιχες προτάσεις των αμερικανικών εταιρειών, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από μία λαϊκή εξέγερση, αποτέλεσμα της "κρίσης των πυραμίδων").

Η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να δραστηριοποιηθεί ανάλογα. Πρέπει να τονισθεί ότι τα Βαλκάνια αποτελούν προνο­μιακό πεδίο γεωοικονομικής αντιπαράθεσης, όχι τόσο λόγω ύπαρξης 200 εκ. καταναλωτών, όσο λόγω του υπεδάφους τους το οποίο είναι πλούσιο σε στρατηγικά αποθέματα και μεταλλεύματα.


Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα αποθέματα χρωμίου, πετρελαίου, φυσικού αερίου, νικελίου και χαλκού στην Αλβανία, τα αποθέματα φυσικού αερίου, ζιρκονίου, χαλ­κού, πετρελαίου, άνθρακα και μαγνησίου της Βουλγαρίας και πετρελαίου, φυσικού αερίου, άνθρακα, βωξίτη, μεθανίου, σιδήρου της Ρουμανίας.

Από την απλή παράθεση των ανωτέ­ρω στρατηγικών μεταλλευμάτων και πηγών ενέργειας γίνεται κατανοητή η αξία της βαλκανικής, ιδίως όταν πολλά από τα ανωτέρω έχουν χρήση στην πολεμική βιομηχανία.

Η χερσαία όμως μάζα της χερσονήσου του Αίμου έχει γεω-οικονομική σημασία και για ένα άλλο λόγο. Αποτελεί γεω­γραφική προέκταση με τη ζώνη της Κασπίας και γέφυρα Ευρώπης με Μέση Ανατολή. 

Ανάλογα του βαθμού υλοποίη­σης των βαλκανικών αγωγών ενέργειας (πετρελαίου-φυσικοί αερίου) (Βουλγαρία - Ελλάδα, Βουλγαρία - Σκόπια - Αλβανία, Ρουμανία - Σερβία - Κροατία, Ρωσία - Μολδαβία - Ρουμανία - Βουλγαρία - Ελλάδα κ.λπ.) η γεωοικονομική αξία της περιο­χής και των κρατών θα αυξομειώνεται. 
Βέβαια, ο τομέας αυτός χρειάζεται ειδική προσοχή. Ιδιαίτερα σε ότι αφορά τον αγωγό Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη.

Υποστηρίζεται από ορισμένους ότι πρέπει να διερευνηθεί σοβαρά η πιθα­νότητα μήπως, ανεξάρτητα από τα όποια οφέλη του, ο αγωγός αυτός καταστήσει τη Θράκη "όμηρο" των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών και των σύμφυτων με αυτές οικονομι­κών συμφερόντων, με αποτέλεσμα τη "διευκόλυνση" από μέρους ξένων κέντρων ενδεχόμενων προσπαθειών για αυτονόμηση του θρακικού χώρου (περίπου όπως έγινε με το Κουρδικό Ζήτημα, όπου η αναζωπύρωση του κουρδικού εθνικισμού υπήρξε συνέχεια της απόφασης της Δύσης για τη δημιουργία του αγωγού Μπακού – Τσεϊχάν).

Επιπλέον η βόρεια Ελλάδα θα αποτελέσει την πύλη εισό­δου των δυτικών πολυεθνικών στην περιοχή. Το τραπεζικό ναυτιλιακό και οικονομικό κέντρο των Βαλκανίων θα είναι η θεσσαλονίκη. Άλλωστε το γεγονός ότι στην πόλη ήδη λει­τουργεί η Τράπεζα του Ευξείνου Πόντου και με πρόσφατη απόφαση της η Ε.Ε. όρισε ως ευρωπαϊκό κέντρο για την ανα­συγκρότηση του Κοσσυφοπεδίου και της ευρύτερης περιοχής τη Θεσσαλονίκη, αποτελούν στοιχεία τα οποία είναι οι μέγι­στες αποδείξεις ότι ο ρόλος της Ελλάδας δεν είναι βεβαία μονοπωλιακός αλλά ούτε και θεωρητικός.

Η εξίσωση με τους βόρειους γείτονες, χάρη στην οποία ελληνική διείσδυση καθίσταται ευκολότερη μέσω των μηχανισμών της λεγόμενης ‘’παγκοσμιοποίησης’’, δεν ισχύει ως προς τον τουρκικό παράγοντα. 


Στην περίπτωση αυτή, ο δημογραφικός παράγοντας λειτουργεί υπέρ της Άγκυρας, της οποίας - σύμφωνα με το Δελτίο της Τουρκικής Στατιστικής Υπηρεσίας - περίπου 10 εκατομμύρια πολίτες έχουν μετακινηθεί τα τελευταία χρόνια από τις ανατολικές επαρχίες στα δυτικά παράλια. 

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το όλο θέμα συνδέεται άμεσα με τις προ­σπάθειες ισχυρών οικονομικών παραγόντων των δυο κρατών να μετατρέψουν το Αιγαίο σε "γέφυρα" που, μεταξύ άλλων θα διευκολύνει την "ειρηνική μετανάστευση" από τη Μικρά Ασία προς τα ελληνικά νησιά.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Σήμερα, στις απαρχές του 21ου αιώνα, η ραγδαία εξελισσόμενη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης θέτει υπό το πρίσμα συνολικής επανεξέτασης ολόκληρο το φάσμα των διεθνών σχέσεων, της αναπτυξιακής πολιτικής αλλά και του γεωστρατηγικού σχεδιασμού κάθε Ευρωπαϊκής Χώρας και φυσικά της Ελλάδας.





* Μιχάλης Πολυχρονάκης

Συνταγματάρχης, απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, της Σχολής Διοικήσεως και Επιτελών και της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου. 
Μεταπτυχιακό στο εθνικό και καποδιστριακό πανεπιστήμιο Αθηνών στην «αποτελεσματική διαχείριση εξυπηρέτησης πελατών» (customer relationship management), καθώς κ πτυχιούχος του τμήματος Προγραμματιστών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών.






ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


- Οι Διεθνείς Σχέσειςστη Μεταψυχροπολεμική Εποχή, Νίκος Λιούσης - Σωτήρης Ντάλης


- Ευρωατλαντικές Σχέσεις, Ήφαιστος Παναγιώτης – Αρβανιτόπουλος Κων/ος


- Γεωπολιτική και Ελλάδα, Κων/νος Κούρος


- Το Σύγχρονο Γεωπολιτικό Περιβάλλον και η Εθνική μας Πολιτική, Βιδάλης Ορέστης