27 Δεκ 2014

Η αντιμετώπιση των εγκληματιών πολέμου (από τη Νυρεμβέργη στο διεθνές ποινικό δικαστήριο της Χάγης)




Επιμέλεια Μιχάλης Πολυχρονάκης*
Θεσσαλονίκη 2005

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1.  Κατά μοίρα κακή, η οποία βαρύνει το ανθρώπινο γένος, αφ’ ότου τούτο συγκροτήθηκε σε Εθνότητες και Πολιτείες, θεωρήθηκε και θεωρείται ακόμη  ο πόλεμος ως σύνηθες μέσο επίλυσης των μεταξύ των Εθνών διαφορών και διενέξεων.
Οι μέθοδοι που εφαρμόσθηκαν κατά τη διεξαγωγή του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, αποτελούν όνειδος άνευ προηγουμένου για τον Πολιτισμό του 20ου αιώνα. 
Όχι μόνο βάναυσα παραβιάσθηκε το λεγόμενο «Δίκαιο του Πολέμου», το βασιζόμενο σε έθιμα και σε σύμφωνες με Διεθνείς Συμβάσεις ανθρωπιστικές αρχές, αλλά η ανθρωπότητα βρέθηκε μπροστά σε ανοσιουργήματα πρωτοφανή στην ιστορία των πολέμων.

Στην αυγή του 21ου αιώνα, η διεθνής κοινότητα κληρονομεί το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο (Δ.Α.Δ.) που εφαρμόζεται στις ένοπλες συρράξεις, κάτω από ένα καθεστώς δοκιμασίας. Μετά την διάπραξη στο παρελθόν μεγάλης κλίμακας και ασύλληπτης αγριότητας εγκλημάτων (από την ναζιστική Γερμανία και την σταλινική Ε.Σ.Σ.Δ.) και πρόσφατα, μετά τα δραματικά γεγονότα στην ΡΟΥΑΝΤΑ, την πρώην ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ, το ΚΟΝΓΚΟ, τη ΣΡΙ ΛΑΝΚΑ, τη ΣΙΕΡΑ ΛΕΟΝΕ, την ΚΟΛΟΜΒΙΑ, την ΤΣΕΤΣΕΝΙΑ, την ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ, αποτελεί ευσεβή πόθο ότι η καταδίκη των εγκλημάτων αυτών, όπως πραγματοποιήθηκε στη Δίκη της Νυρεμβέργης  και εξελίσσεται στο  Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο Χάγης (δίκη ΣΛΟΜΠΟΝΤΑΝ ΜΙΛΟΣΕΒΙΤΣ), θα μπορούσε να καταστήσει αδύνατη την επανάληψή τους στο μέλλον.
 Το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο (Δ.Α.Δ.), γνωστό και ως δίκαιο του πολέμου ή δίκαιο των ενόπλων συρράξεων , αποτελεί ένα σημαντικό κλάδο του δημοσίου διεθνούς δικαίου. Είναι κυρίως εθιμικής προελεύσεως, με ισχυρές καταβολές σε επίπεδο κανόνων ήδη από τον 19ο αιώνα. Οι όροι «Δίκαιο του Πολέμου» ή «Δίκαιο της Χάγης», ως νομικοί όροι, στην κλασσική εκδοχή τους, προσδιορίζουν τους κανόνες και τα έθιμα της διεξαγωγής ενός πολέμου όπως κωδικοποιήθηκαν με τις Συμβάσεις του 1899 και του 1907, οι οποίες συνομολογήθηκαν στην Χάγη.

ΣΚΟΠΟΣ
2.   Ο σκοπός της συγγραφής της παρούσης διατριβής είναι η κριτική θεώρηση της εξέλιξης του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, για την αντιμετώπιση των εγκληματιών πολέμου, από την Νυρεμβέργη έως το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
3.   Οι βασικές προϋποθέσεις πάνω στις οποίες κινήθηκε η συγγραφή της παρούσης διατριβής είναι:
         α.   Η διάκριση των εγκληματιών πολέμου από τους διαπράττοντας εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, γίνεται βάσει ισχυόντων νομικών κειμένων.
          β.   Ο καθορισμός των εγκλημάτων αυτών, βασίζεται αφενός στην δημιουργία του κατάλληλου   νομικού οικοδομήματος που θα είναι υπεύθυνο για τον κολασμό τους και αφετέρου στην εξέλιξη του διεθνούς ποινικού και ανθρωπιστικού δικαίου.
          γ.    Η μη αλλαγή του υπάρχοντος νομικού πλαισίου που αφορά στην εκδίκαση εγκλημάτων πολέμου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΄΄Α΄΄- ΟΡΙΣΜΟΙ
4.     Ορισμοί   
        α.    Έγκλημα, είναι πράξη άδικη, κατάφωρη παραβίαση του θείου ή του ανθρώπινου νόμου που προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο και καταλογίζεται ευθύνη.

        β.   Διεθνές έγκλημα, είναι κάθε πράξη ή παράλειψη διεθνώς επικίνδυνη, ένεκα του γεγονότος ότι συνέτεινε στην προπαρασκευή ή εξαπόλυση ενός απαγορευμένου πολέμου ή στην παραβίαση των νόμων και εθίμων του πολέμου ή στη δημιουργία καταστάσεων ικανών να διαταράξουν τις μεταξύ κρατών ειρηνικές σχέσεις ή τέλος σε μια εθνική πολιτική που προσβάλλει το παγκόσμιο συναίσθημα.

        γ.    Έγκλημα πολέμου, είναι οι παραβιάσεις των νόμων και των εθίμων του πολέμου και ως τέτοιες λογίζονται οι φόνοι αμάχων ή ομήρων, η κακομεταχείριση του πληθυσμού, των αιχμαλώτων ή των ναυαγών, η διαρπαγή δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας, η άσκοπη καταστροφή πόλεων, κωμοπόλεων, χωριών, η αδικαιολόγητη από στρατιωτικούς λόγους ερήμωση.

        δ.   Έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, είναι «διεθνές έγκλημα του κοινού δικαίου με την διάπραξη του οποίου ένα κράτος κρίνεται ένοχο προσβολής – για λόγους φυλετικής ένταξης ή εθνικής θρησκευτικής ή πολιτικής ταυτότητας – κατά της ελευθερίας, των δικαιωμάτων ή της ζωής ενός προσώπου ή μιας ομάδας προσώπων που δεν ευθύνονται για καμία παραβίαση του κοινού δικαίου ή – στην περίπτωση που όντως τα πρόσωπα αυτά  έχουν παραβιάσει κάποια διάταξη του κοινού δικαίου – προσβολής που υπερβαίνει την προβλεπόμενη από το κοινό δίκαιο ποινή».

         ε.   Γενοκτονία, είναι η πιο αποτελεσματική και πιο δύσκολα ανατρέψιμη επιλογή μιας πλειοψηφίας ή ισχυρής μειοψηφίας σε βάρος μιας άλλης εθνικής, φυλετικής, θρησκευτικής ή πολιτικής ομάδας που ζει εντός ή εκτός των ορίων του κράτους. Στην πρώτη περίπτωση (γενοκτονία εντός των ορίων του κράτους), πρόκειται για εσωτερική εκδήλωση της άσκησης της κρατικής κυριαρχίας, με την ανοχή, τη συνέργια ή την άμεση ενέργεια της οποίας διαπράττεται σε εθνική κλίμακα το έγκλημα. Στη δεύτερη περίπτωση (γενοκτονία εκτός των ορίων του κράτους), πρόκειται για εξωτερική εκδήλωση, καταχρηστική για τους περισσότερους, της άσκησης της εθνικής ή άλλης συλλογικότητας, στην έννοια της γενοκτονίας θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η έμμεση καταστροφή της ομάδας με την υποβολή της σε συνθήκες που δεν επιτρέπουν τη βιολογική και κοινωνική αναπαραγωγή.

        στ.   Εγκληματίες πολέμου είναι πρόσωπα, οποιαδήποτε και αν είναι η τάξη των στον στρατό και την πολιτική, τα οποία κατά την προπαρασκευή ή την διεξαγωγή του πολέμου, στρατιωτικά, πολιτικά, οικονομικά ή βιομηχανικά διέπραξαν κατά την ενάσκηση των επίσημων καθηκόντων τους, πράξεις αντίθετες ως προς:
        (1)   Τους νόμους και τα έθιμα του κανονικού πολέμου.
        (2)  Τις αρχές του Ποινικού δικαίου τις γενικώς τηρούμενες από τα πολιτισμένα κράτη ή εκείνοι οι οποίοι προκάλεσαν, διέταξαν, ευνόησαν, συμβούλευσαν ή  συνδύασαν την πραγματοποίηση τέτοιων πράξεων, ή είχαν γνώση ότι τέτοιες πράξεις επρόκειτο να διαπραχθούν και έχοντας καθήκον και την δύναμη να τις εμποδίσουν, παρέλειψαν να πράξουν τούτο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΄΄Β΄΄- ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
   5.      Ιστορική Αναδρομή
           α.     Οι  ΄΄Βίοι΄΄ του Εγκλήματος κατά της Ανθρωπότητας και
                    της Γενοκτονίας
       Από την Ιστορία διδασκόμαστε πως Έθνη, σύγχρονα προς τον Αρχαίο Ελληνισμό, όπως οι Καρχηδόνιοι και οι Ιουδαίοι, στις πολεμικές τους συρράξεις επιδίδονταν όχι μόνο σε σφαγές, αλλά και σε άλλες φρικαλεότητες, με ακρωτηριασμούς και σταυρώσεις. Αλλά και στην αρχαία ελληνική  ιστορία βρίσκουμε δυστυχώς αξιοκατάκριτες αγριότητες. Η ομαδική σφαγή χιλίων Μυτιληναίων, εξ’ αιτίας της αποστασίας τους από την ηγεμονία των Αθηνών και ο εξανδραποδισμός των γυναικόπαιδων, είναι πράξη ασυμβίβαστη προς τα ευγενή ήθη της υπέροχης εκείνης Πολιτείας των Αθηνών. Δίκαια επικρινόμενη, απαλύνεται όμως από το γεγονός ότι διαπράχθηκε στην ακμή του πολέμου και υπό το κράτος ακατάσχετης οργής και εκδίκησης.
Η τύφλωση των  δέκα πέντε χιλιάδων Βουλγάρων που αιχμαλωτίσθηκαν  από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο τον Β΄, είναι αναμφίβολα αγριότητα δικαίως κατακριθείς, εάν και για τα ήθη της εποχής εκείνης η τύφλωση ήταν ποινή ανεγνωρισμένη. Επιβλήθηκε δε από τον Στρατηγό Αυτοκράτορα αμέσως μετά την πολύνεκρη μάχη και εναντίον ύπουλου και σκληρού αντιπάλου, ο οποίος συνεχώς παρασπονδούσε και διαρκώς αναστάτωνε την Αυτοκρατορία.
Τέλος οι ομαδικές σφαγές κατά το 16ο και 17ο αιώνα στην Ιρλανδία, Ισπανία και Ολλανδία, οι οποίες διαπράχθηκαν υπό το έμβλημα της Χριστιανικής πίστης, είναι αγριότητες που κατασπιλώνουν τις ύψιστες αρχές της Χριστιανοσύνης, αν και διαπράχθηκαν  από παράλογο θρησκευτικό φανατισμό.
Όλα όμως αυτά δεν είναι δυνατόν να συγκριθούν με τα ‘’εν ψυχρώ’’ και  εκ των προτέρων μελετημένα ανατριχιαστικά εγκλήματα της Χιτλερικής Γερμανίας. Σε έξι εκατομμύρια υπολογίζονται τα θύματα μιας φιλοπρόοδου και ήσυχης φυλής, της Εβραϊκής, απροσδιόριστος δε ο αριθμός των θυμάτων άλλων εξ’ ίσου προοδευτικών φυλών, όπως της Ρωσικής, Πολωνικής και Τσέχικης φυλής.
Η Ελλάδα, είχε και αυτή την ατυχία να γνωρίσει τα αποτρόπαια εγκλήματα του Χιτλερισμού. Ομαδικές εξοντώσεις πόλεων και χωριών, υπό τύπων αντιποίνων για προκληθείσες, στον εχθρό, δολιοφθορές, ομαδικοί τυφεκισμοί, εγκλεισμοί σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, λιμοί στερήσεις και πολλοί θάνατοι, αυτά και άλλα παρόμοια υπήρξαν ο τρομερός απολογισμός της δουλείας της Χώρας μας.

            β.   Πρώτη Μορφή Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου
      Από τον 18ο αιώνα και μετά, εμφανίζονται και γραπτά κείμενα, που έχουν κυρίως τη μορφή διμερών συμφωνιών ανάμεσα σε εμπόλεμα μέρη. Οι διμερείς αυτές συμφωνίες ρύθμιζαν κατά κανόνα τα ζητήματα περί της ανθρωπιστικής μεταχείρισης των τραυματιών και των συλληφθέντων μαχητών, καθώς και τις πράξεις παράδοσης των αιχμαλώτων, των τραυματιών και των πολιτών. Ακολουθώντας αυτή την πρακτική οι συμφωνίες αυτές δεν θεωρούνται ιδιαίτερα αποτελεσματικές.
Εκείνος ο οποίος για πρώτη φορά αναφέρθηκε ειδικώς στην αρχή της επεμβάσεως για ανθρωπιστικούς λόγους ήταν ο GROTIUS (ΓΚΡΟΤΙΟΥΣ), ο πατέρας του διεθνούς δικαίου. Η αρχή αυτή αναπτύχθηκε αργά ακολουθώντας τον αργό ρυθμό ανάπτυξης των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ κρατών, εξαρτημένη κυρίως από τον ρυθμό ανάπτυξης των μέσων μεταφοράς και επικοινωνίας και στην πράξη ουσιαστικά μόνο από τον 19ο αιώνα. Με επίκληση και την εφαρμογή της αρχής αυτής επιδιώχθηκε, κατ’ αρχήν, η προστασία των υπηκόων ενός κράτους ή μιας μειονότητας από την καταχρηστική συμπεριφορά της κρατικής κυριαρχίας.
   Σταθμό κατά τον 19ο αιώνα αποτελεί ο Κώδικας LIEBER (ΛΙΜΠΕΡ), που τέθηκε σε εφαρμογή τον Απρίλιο του 1863, στις ΗΠΑ και αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη κωδικοποίηση των μέχρι τότε κανόνων του πολέμου. Αν και η συγκεκριμένη κωδικοποίηση δεν αποτελούσε δεσμευτικό κείμενο, δεν παύει να έχει μεγάλη νομική αξία.
   Όμως ήταν, τελικά, η προσωπικότητα και τα οράματα ενός Ελβετού τραπεζίτη, που μορφοποίησαν το Δ.Α.Δ. στη σύγχρονη συμβατική του μορφή. Ο Ελβετός τραπεζίτης ΕΡΡΙΚΟΣ ΝΤΥΝΑΝ, αυτόπτης μάρτυρας μιας αιματηρής μάχης ανάμεσα στην Γαλλία, την Ιταλία και την Αυστρία. Στο πεδίο αυτής της μάχης σε διάρκεια 15 ωρών πέθαναν περίπου σαράντα χιλιάδες μαχητές. Πολλοί από αυτούς ξεψύχησαν, επειδή δεν υπήρχε κανείς για να τους προσφέρει, κάποια υποτυπώδη έστω, ιατρική φροντίδα.
   Επιστρέφοντας αργότερα στη Γενεύη έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο « Ανάμνηση του Σολφερίνο », στο οποίο διατύπωσε δύο ιδέες του, που λίγο αργότερα το 1863-1864 , έκανε πραγματικότητα. Πρότεινε σε μία ομάδα επιφανών Ελβετών, με πρωτεργάτη τον νομικό GUILLAUMEHENRI  DUFOUR ( ΓΚΙΓΙΩΜ ΑΝΡΙ ΝΤΑΦΟΥΡ), τη σύσταση μιας Επιτροπής, που ουσιαστικά αποτέλεσε τον πρόδρομο της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, με αντικείμενο την εξέταση του εφικτού των δύο ιδεών του :
                    (1) Την ίδρυση εθελοντικών επιτροπών βοήθειας προς τους τραυματίες πολέμου, που αργότερα ονομάστηκαν Σύλλογοι Ερυθρού Σταυρού.
                    (2) Την πρόσκληση των ενδιαφερομένων κρατών, να υπογράψουν μια Σύμβαση για την προστασία και την παροχή βοήθειας στους τραυματίες και του ασθενείς στο πεδίο της μάχης.
Πράγματι, το 1864, με πρωτοβουλία της Ελβετικής Κυβέρνησης συνεκλήθη μια Διεθνής διάσκεψη. Στη Διεθνή αυτή διάσκεψη έλαβαν μέρος 16 κράτη, τα οποία και υιοθέτησαν μια Σύμβαση, γνωστή σαν Σύμβαση του 1864, για την βελτίωση των συνθηκών περίθαλψης των τραυματιών στον κατά ξηρά πόλεμο.
Με τη Σύμβαση αυτή εκτός των άλλων, αναγνωρίστηκαν και οι Επιτροπές του Ερυθρού Σταυρού, για εθελοντική παροχή ιατρικής συνδρομής στους τραυματίες, καθώς επίσης και η ουδετερότητα των υγειονομικών υπηρεσιών κατά την διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων.
Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου όλοι συμφώνησαν ότι θα έπρεπε να ληφθούν όλα τα απαραίτητα και κατάλληλα μέτρα ώστε να αποφευχθεί η δυνατότητα επανάληψης μίας παρόμοιου μεγέθους σύγκρουσης στο μέλλον. Αντικείμενο της σχετικής προσπάθειας που αναλήφθηκε από τους νικητές, υπήρξε:
                   (1)   Η, ως κατασταλτικό μέτρο, τιμωρία των εγκληματιών πολέμου και των υπευθύνων κηρύξεως του πολέμου. 
                   (2)  Η, ως προληπτικό μέτρο, ίδρυση ενός Διεθνούς Οργανισμού που θα ενεργοποιείτο προς την κατεύθυνση της αποτροπής δημιουργίας συνθηκών ευνοϊκών για την έναρξη ένοπλων συρράξεων, της Κοινωνίας των Εθνών.  
   Η διάκριση του γεγονότος του πολέμου, το οποίο συνεπάγεται την ευθύνη του κηρύσσοντος τον πόλεμο, κατά παράβαση των υφισταμένων συμβάσεων (έγκλημα κατά της ειρήνης), από τα εγκλήματα πολέμου, τα οποία διαπράττονται κατά τη διάρκεια του πολέμου και κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου με συνέπεια την ευθύνη όσων τα οργάνωσαν, διέταξαν ή εκτέλεσαν, έγινε στη Συνθήκη των Βερσαλλιών.
   Η χρήση του όρου «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», σαν νομικός όρος, γίνεται για πρώτη φορά στην Αγγλο- Γαλλο – Ρωσική διακήρυξη της 28 Μαρτίου 1915, η οποία κατήγγειλε τη γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους. Στην διακήρυξη αυτή, των τριών μεγάλων δυνάμεων, τονιζόταν ότι ενώπιον των  νέων τουρκικών εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και του πολιτισμού, οι συμμαχικές κυβερνήσεις γνωστοποιούν δημοσίως στην Υψηλή Πύλη, ότι θα θεωρήσουν  προσωπικώς υπεύθυνα των ρηθέντων εγκλημάτων όλα τα μέλη της Οθωμανικής Κυβερνήσεως, καθώς επίσης και εκείνους από τους υπαλλήλους της οι οποίοι είχαν αναμιχθεί σε παρόμοιες σφαγές.
   Το 1933 συνήλθε στη Μαδρίτη το 5ο Συνέδριο για την ενοποίηση του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου. Στο Συνέδριο αυτό, ο Πολωνο – Εβραίος καθηγητής της Νομικής του Πανεπιστημίου του Γέηλ RAFAEL LEMKIN (ΡΑΦΑΗΛ ΛΕΜΚΙΝ), παρουσίασε μια έκθεσή του με τίτλο «Πράξεις που συνιστούν διεθνή κίνδυνο και θεωρούνται εγκλήματα του διεθνούς δικαίου». Αναπτύσσοντας λοιπόν την άποψη ότι μεταξύ των εγκλημάτων του διεθνούς δικαίου θα έπρεπε να συμπεριληφθούν και οι «πράξεις βαρβαρότητας», έριχνε τον σπόρο από τον οποίο αργότερα βλάστησε και αναπτύχθηκε η θεωρία του «εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας».
  Παράλληλα με την συμβατική ανάπτυξη του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και τα έθιμα, αφού ένας μεγάλος αριθμός κανόνων, διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν, αρχικά, σε καθαρά εθιμικό επίπεδο.
  Μόνο κατά τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, οπότε και υπογράφονται οι γνωστές Συμβάσεις της Χάγης με απώτερο σκοπό την ενοποίηση του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου, επιχειρείται με την Τέταρτη Σύμβαση, περί των νόμων και των εθίμων του κατά ξηρά πολέμου, μια αρχική καταγραφή και απαρίθμηση των εγκλημάτων πολέμου. Παρά του ότι υπήρξαν δυσχέρειες στην εφαρμογή της Σύμβασης, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και αμέσως μετά την λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ωστόσο η νομική αξία των κειμένων της ήταν αναμφισβήτητη και έμελλε να χρησιμοποιηθεί ως ο ακρογωνιαίος λίθος για την δημιουργία του κατοπινού νομικού οικοδομήματος της Νυρεμβέργης.
  Έτσι, εκτός από τις τέσσερις ανθρωπιστικές Συμβάσεις της Γενεύης του 1949, που απαρτίζουν και το κύριο σώμα των διατάξεων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, καθώς και των δύο Πρόσθετων Πρωτοκόλλων τους του 1977 για την προστασία των θυμάτων των διεθνών και μη συρράξεων αντίστοιχα, υιοθετήθηκαν και κάποιες άλλες σημαντικές διεθνείς συμβάσεις . Αυτές  αφορούν π.χ. την προστασία του περιβάλλοντος, τον περιορισμό χρήσης ορισμένων όπλων, όπως νάρκες κατά προσωπικού, ή άλλων όπλων που προκαλούν πόνο στον άνθρωπο.
   Εκτός αυτών όμως, η προσοχή της Διεθνούς Κοινότητας, στράφηκε επίσης και στα πρόσωπα που εμπλέκονται με οποιοδήποτε τρόπο σε ένοπλες συρράξεις ή υφίστανται τις συνέπειές των, π.χ. τα παιδιά, το προσωπικό των Ηνωμένων Εθνών κ.λ.π.
Στην εποχή μας, χαρακτήρα επέμβασης για ανθρωπιστικούς λόγους θα μπορούσαμε να πούμε ότι προσέλαβε, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι επεμβάσεις του Ο.Η.Ε. και του Ιράκ στον Περσικό Κόλπο και τέλος , το πιο πρόσφατο παράδειγμα, η επέμβαση των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο.

           γ.      Όργανα και Φορείς Εφαρμογής του ΔΑΔ
                    Ομαδοποιώντας τους θεσμοθετημένους και μη φορείς του ΔΑΔ, μέσω των οποίων αυτό εφαρμόζεται, θα λέγαμε ότι τα όργανα αυτά λειτουργούν ως «πλατφόρμες» Ανθρωπιστικού Δικαίου μέσω των οποίων υλοποιούνται οι εφαρμογές του. Οι φορείς ή τα όργανα αυτά είναι:
(1)           Τα Εξουσιοδοτημένα Κράτη ή Συνασπισμοί Κρατών από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
(2)          Οι Προστάτιδες Δυνάμεις.
(3)          Η Διεθνής Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΕΣ).
(4)          Οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ).
(5)          Οι Εξεταστικές Επιτροπές.
(6)          Τα Ad Hoc Ποινικά Δικαστήρια και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ).
(7)         Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  ΄΄Γ΄΄ - ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΟΥ – ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ     ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ  ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΥΤΩΝ   
  6.      Εγκλήματα Πολέμου και Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας
           α.     Γενικά                                                    
                 Ύστερα από επίπονες και συχνά άγονες συζητήσεις επιφανών νομικών απ’ όλο τον κόσμο στο πλαίσιο της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου των Ηνωμένων Εθνών, οι οποίες διήρκεσαν περισσότερο από σαράντα χρόνια, το 1966 κατατέθηκε ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης ένα σημαντικό ‘’Σχέδιο Κώδικα των Εγκλημάτων κατά της Ειρήνης και της Ασφάλειας της Ανθρωπότητας’’. Το σχέδιο αυτό θέτει σαφή όρια, αν και δεν αντιμετωπίζει πλήρως τις τεχνικές λεπτομέρειες, μεταξύ των εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Σύμφωνα λοιπόν με το ισχύον σήμερα καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου ορίζεται ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία σε σχέση με εγκλήματα πολέμου και κατά της ανθρωπότητας, ιδιαίτερα όταν διαπράχθηκαν ως μέρος σχεδίου, ή πολιτικής ή ως μέρος ευρείας κλίμακας τέλεσης τέτοιων εγκλημάτων. Για τους σκοπούς του παρόντος Καταστατικού, ‘’ Εγκλήματα Πολέμου’’ σημαίνει σοβαρές παραβιάσεις των Συμβάσεων της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949 και συγκεκριμένα, οποιαδήποτε από τις πράξεις κατά προσώπων ή περιουσίας προστατευόμενων κατά τις διατάξεις της σχετικής Σύμβασης της Γενεύης (όπως Παράρτημα «Α»).

           β.     Το Έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας  ως Διεθνές Έγκλημα
                   που Παραβιάζει τα Ανθρώπινα Δικαιώματα
                         Θα στρέψουμε την προσοχή μας, πρώτα απ’ όλα, στις «αιώνιες αξίες» του σεβασμού της ζωής και της ελευθερίας, αξίες τις οποίες, μετά τη «ρητή» τους επικύρωση από την κρατική εξουσία στα Συντάγματα και τη «σιωπηρή» τους επαναβεβαίωση στους Ποινικούς Κώδικες, ονομάζουμε «δικαιώματα»,  τοποθετούμε στον πυρήνα του νομικού μας πολιτισμού και προστατεύουμε απόλυτα. Αναρωτιόμαστε,  βέβαια, πόσο «απόλυτα» τις προστατεύουμε και έπ’ αυτού ακριβώς, το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, μας προσφέρεται ως ένα θαυμάσιο μέτρο, για την αναζήτηση των εσωτερικών και εξωτερικών ορίων των κρατικών εγγυήσεων , καθώς και της πραγματικής προστασίας που αυτές παρέχουν. Τα δικαιώματα στη ζωή και στην ελευθερία, τα αποκαλούμενα φυσικά επειδή ακόμη και χωρίς τη συνταγματική κατοχύρωση έγιναν αυτονόητα σεβαστά, με επιβολή κυρώσεων στις περιπτώσεις προσβολής τους.

           γ.      Δημοκρατία της Βαϊμάρης και Εθνικοσιαλιστική Γερμανία
                    Δύο «Εκδοχές»  του Ίδιου «Φόνου»
              Στην εποχή της κρατικής κυριαρχίας ο φόνος είναι έγκλημα του κοινού δικαίου, σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα και «τα δικαιώματα του Ανθρώπου» είναι «κρατικά», «συνταγματικά». Αν λοιπόν η κρατική κυριαρχία καταργεί το νόμο με τις πράξεις της, οπότε ο καθένας θα μπορεί ανενόχλητος να σκοτώνει, η κυριαρχία αυτή θα είναι εγκληματική.
 Θα παρουσιάσουμε μια πραγματική αντιδιαστολή από την πρόσφατη ιστορική εμπειρία. Πρόκειται για τις δύο «εκδοχές» του ίδιου «φόνου» υπό διαφορετικό καθεστώς. Στην πρώτη περίπτωση αυτό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στη δεύτερη αυτό της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Ιδού λοιπόν ένας φόνος διαπραττόμενος από ένα Ναζί στη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης για λόγους εθνικούς, φυλετικούς, θρησκευτικούς ή πολιτικούς που αφορούν στην ταυτότητα του θύματος. Πρόκειται ασφαλώς για έγκλημα του κοινού δικαίου, το οποίο το γερμανικό κράτος αποδοκιμάζει και τιμωρεί. Ο ίδιος φόνος αντίθετα ο οποίος διαπράττεται μετά το 1933, δεν αποτελεί έγκλημα (για το ίδιο το κράτος πλέον, οι λόγοι διάπραξής του, τα «ευγενή κίνητρα» του δράστη, συνιστούν  λόγους εξάλειψης του αξιόποινου της πράξης). Η συγκεκριμένη βαριά προσβολή κατά του «υπέρτατου» ανθρώπινου δικαιώματος,  είναι «νόμιμη» και «νόμιμη αιτία» για δικαιολόγηση και αποδοχή της από το κράτος.
   Η Γερμανία είχε πια καταστεί ένα κράτος εγκληματικό, στο οποίο όλοι οι φορείς της εξουσίας επιδίδονταν, από κοινού και με  συνέργια στο έγκλημα, από την ίδια την Γερμανική Κυβέρνηση, το Κοινοβούλιο, τη Δικαιοσύνη, τη Διοίκηση, τις Ένοπλες Δυνάμεις, τα Επιτελεία, τα Σώματα Ασφαλείας, τον Τύπο, τη Βιομηχανία, τους Σιδηροδρόμους, ως τον τελευταίο «δήμιο».
  Ο όρος «διεθνές έγκλημα του κοινού δικαίου» περιέγραφε το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, η διάπραξη του οποίου καθίσταται δυνατή χάρη στην άσκηση με τρόπο εγκληματικό της κρατικής κυριαρχίας. Το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας είναι ένα και το αυτό, είτε διαπράττεται σε καιρό ειρήνης είτε σε καιρό πολέμου. Έγκλημα που δεν τιμωρείται σαν απλή «παράβαση» των κανόνων διεξαγωγής του πολέμου, αλλά ως βαριά προσβολή κατά των «δικαιωμάτων του ανθρώπου», τα οποία στην πράξη καταργεί.
  Αν το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας είναι ανεξάρτητο από τον πόλεμο και τα εγκλήματα πολέμου, η στοιχειώδης λογική μας επιβάλλει να συμπεράνουμε ότι και οι πολεμικές συγκρούσεις είναι επίσης ανεξάρτητες από ένα έγκλημα εξίσου δυνατό να διαπραχθεί και σε καιρό ειρήνης.
  Ας αναλογιστούμε ότι κατά τους δύο παγκοσμίους πολέμους σκοτώθηκαν περίπου δέκα πέντε εκατομμύρια στρατιώτες, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων των έντεκα αυτών ετών, ενώ τρία μόνο χρόνια ήταν αρκετά στο Τρίτο Ράϊχ για να εξοντώσει είκοσι εκατομμύρια ανυπεράσπιστους ανθρώπους.
  Αντιλαμβανόμαστε γιατί τα «δικαιώματα του ανθρώπου» κινδυνεύουν πολύ περισσότερο από την εγκληματική άσκηση της κρατικής κυριαρχίας παρά από τις πολεμικές συγκρούσεις αυτές καθ’ αυτές.          

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΄΄Δ΄΄ - Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ
        8.      Η Παραβίαση των Διεθνών Συνθηκών
                Το Διεθνές Στρατοδικείο παραδέχεται ότι , η ανώτατη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της ναζιστικής Γερμανίας, ευθύνεται για την προπαρασκευή της αιφνιδιαστικής επίθεσης, για την καθοδήγηση του επιθετικού πολέμου εναντίον δώδεκα εθνών, και για σωρεία παραβιάσεων των διεθνών συνθηκών. Οι σπουδαιότερες συνθήκες που παραβιάσθηκαν είναι :
                 α.     Η Συνθήκη της Χάγης
                         Το έτος 1899 υπογράφηκε η συμφωνία της Χάγης, βάσει της οποίας τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεούνται, σε περίπτωση διενέξεως και πριν κάνουν χρήση των όπλων, να καλέσουν μια φιλική χώρα ως διαιτητή, προς ειρηνικό διακανονισμό διαφορών για την αποτροπή ενόπλου σύρραξης. Η Γερμανία είναι ένα από το κράτη που υπέγραψαν τη συμφωνία της Χάγης.

                 β.     Η Συνθήκη των Βερσαλλιών
                         Η κατηγορία βασίζεται στην παραβίαση των άρθρων 42 και 44, σύμφωνα με τα οποία απαγορευόταν ο εξοπλισμός της αριστεράς όχθης του Ρήνου ποταμού. Στο πέμπτο κεφάλαιο αναφερόταν, ότι  απαγορευόταν  η κατασκευή πολεμικών πλοίων, καθώς επίσης και η κατασκευή πολεμικού υλικού για τον στρατό και για την αεροπορία. Είναι φανερό  ότι το Γερμανικό κράτος παραβίασε τα παραπάνω άρθρα της συνθήκης των Βερσαλλιών και την ευθύνη έχει η ανώτατη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία.
Το δικαστήριο έκρινε ότι οι τρεις παραβιάσεις συνέπιπταν ακριβώς με την απαγγελθείσα κατηγορία. Η διαδικασία της δίκης εκτελέσθηκε από τους εκλεκτότερους νομομαθείς των τεσσάρων μεγάλων κρατών, στα οποία η Γερμανία παραδόθηκε άνευ όρων. Οι τέσσερις μεγάλες δυνάμεις, ίδρυσαν το διεθνές στρατοδικείο με προορισμό την τιμωρία των μεγάλων εγκληματιών πολέμου, βάσει των διεθνών κανόνων δικαίου. Πρώτη κατηγορία αναφέρθηκε η προετοιμασία και η καθοδήγηση του επιθετικού πολέμου, η οποία θεωρείται πράξη εγκληματική.

           γ.      Η Συμφωνία «Κέλογκ - Μπριάν»
                         Την 27 Αυγούστου 1928 υπογράφηκε στο Παρίσι συμφωνία μεταξύ Γερμανίας, Γαλλίας, Βελγίου, Μεγάλης Βρετανίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας, Πολωνίας και Ηνωμένων Πολιτειών, γνωστή με το όνομα «Κέλογκ - Μπριάν». Η συμφωνία αυτή υπογράφηκε κατόπιν και από άλλα κράτη, συνολικά δε από τριάντα έξι έθνη. Σκοπός της συνθήκης αυτής ήταν η αποτροπή του πολέμου και ο ειρηνικός διακανονισμός των διεθνών διενέξεων.
  Τα κράτη που υπέγραψαν την παραπάνω συνθήκη και χρησιμοποίησαν τον πόλεμο ως μέσον εθνικής πολιτικής, θεωρούνται παραβάτες των κανόνων του δικαίου. Το δικαστήριο εξέφρασε την γνώμη ότι ένας τέτοιος πόλεμος είναι παραβίαση των κανόνων αυτών και εκείνοι που προκαλούν αυτόν τον πόλεμο, με τις φοβερές συνέπειές του, πρέπει να θεωρηθούν εγκληματίες πολέμου.  

           δ.      Η Συνεδρίαση της Κοινωνίας των Εθνών και
                    η Διάσκεψη της  Αβάνας
               Στη   συνεδρίαση της 27 Σεπτεμβρίου 1927 της Κοινωνίας των Εθνών, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, προτάθηκε η καταδίκη του επιθετικού πολέμου. Η πρόταση έγινε ομόφωνα αποδεκτή από όλα τη συμμετέχοντα κράτη. Μεταξύ δε αυτών που συμμετείχαν ήταν και η Γερμανία, Ιταλία και Ιαπωνία.
Την 18 Φεβρουαρίου 1928 συνήλθε στην Αβάνα, η 6η Παναμερικανική διάσκεψη των είκοσι ενός αμερικανικών κρατών, η οποία αποφάσισε ότι ο επιθετικός πόλεμος πρέπει να θεωρείται διεθνές έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Συνοψίζοντας, το άρθρο 227 της Συνθήκης των Βερσαλλιών προέβλεπε την ίδρυση ενός ειδικού δικαστηρίου, το οποίο θα απαρτιζόταν από τους αντιπροσώπους των πέντε συμμαχικών κρατών, που πολέμησαν κατά της Γερμανίας στον  Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Το άρθρο 228 της ίδιας συνθήκης έλεγε πως οι Γερμανοί οι οποίοι κατηγορούνταν για παραβιάσεις του πολεμικού δικαίου, θα δικάζονταν από συμμαχικά στρατοδικεία.
Το διεθνές δίκαιο των λαών καθορίζει, ότι για τις παραβιάσεις των διεθνών νόμων, καθώς επίσης και για τις παραβιάσεις του πολεμικού δικαίου, δικάζονται τα πρόσωπα που ευθύνονται για αυτές τις πράξεις και όχι η αφηρημένη έννοια του κράτους. Το γεγονός ότι ένας κατηγορούμενος διέπραξε εγκλήματα και παραβιάσεις των διεθνών νόμων, κατόπιν διαταγής ανωτέρας αρχής, δεν τον απαλλάσσει της τιμωρίας, μπορεί όμως να κριθεί επιεικώς. Για δε τις πράξεις βαρβαρότητας, όπως είναι τα βασανιστήρια αιχμαλώτων, η δολοφονία αθώων πολιτών και αιχμαλώτων πολέμου και η καταναγκαστική εργασία, καμία διαταγή δεν αναγνωρίζεται ως δικαιολογία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΄΄Ε΄΄ -  ΗΤΑΝ ΝΟΜΙΜΗ Η ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΝΥΡΕΜΒΕΡΓΗΣ; - ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΥΡΩΣΕΩΝ
        9.      Ήταν Νόμιμη η Δίκη της Νυρεμβέργης;
                α.      Γενικά
                    Είναι προφανές ότι οι απειλές και οι προειδοποιήσεις δεν αποτελούν πηγές διεθνούς δικαίου. Υπό αυτή την έννοια, είναι παράδοξη η επίκληση του γεγονότος ότι από την αρχή του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου είχαν προειδοποιηθεί οι Γερμανοί για την εγκληματική τους συμπεριφορά και την επικείμενη τιμωρία τους,  ώστε να παρασχεθεί κάποια νομιμοποίηση στη δίκη της Νυρεμβέργης. Οι επαφές των συμμαχικών παραγόντων κατά τη διάρκεια του πολέμου και οι διάφορες διακηρύξεις ή προειδοποιήσεις που εκτόξευαν, για την δίκαιη τιμωρία των ναζιστών εγκληματιών μετά το τέλος της σύρραξης αποτελούσε έναν από τους πιο σημαντικούς σκοπούς του πολέμου των Συμμάχων. Συνεπώς η δρομολόγηση της σύστασης ενός δικαστηρίου που θα δίκαζε τους εγκληματίες αυτούς, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι παρήγαγε διεθνές ποινικό δίκαιο, αλλά ότι εξυπηρετούσε σημαντικές πολιτικές σκοπιμότητες. Οι Σύμμαχοι σκόπευαν προφανώς να τονώσουν την αγωνιστική διάθεση των συμμαχικών ενόπλων δυνάμεων αλλά και των λαών καθώς και να αυξήσουν το κύρος των συμμαχικών κρατών και κυβερνήσεων. Εμφανίζονταν έτσι ως υπερασπιστές του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς νομιμότητας, ως δίκαιοι κριτές και τιμωροί των ναζιστικών παραγόντων, που «στιγματίζονταν» στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης και όχι μόνο σαν εμπόλεμα κράτη που μάχονταν για τα συμφέροντά τους. Η Σοβιετική ένωση απετέλεσε έναν πολύ «πρόωρο» επικριτή της Γερμανίας, καθώς για πολλές από τις επιθέσεις που περιλάμβανε το κατηγορητήριο της Νυρεμβέργης είχε στείλει μέχρι και συγχαρητήρια μηνύματα στην ηγεσία του Γ΄ Ράϊχ.

           β.      Συγκρότηση Διεθνούς Δικαστηρίου
                    Το διεθνές δικαστήριο της Νυρεμβέργης, του οποίου η ετυμηγορία ήταν από πριν γνωστό ότι θα δημιουργούσε διεθνές νομικό προηγούμενο, ιδρύθηκε για να εκδικάσει, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διέπραξε το Τρίτο Ράϊχ πριν ή και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, σύμφωνα με το Τέταρτο Κεφάλαιο του Κατηγορητηρίου της 18 Οκτωβρίου 1945 (αντιστοιχούσε στην παράγραφο «C» του Κανονισμού του Λονδίνου της 8 Αυγούστου 1945). Συγκροτήθηκε λοιπόν ένα διεθνές δικαστήριο σε εκτέλεση της Λονδινείου Συμφωνίας της 8ης Αυγούστου 1945, αποτελούμενο από αντιπροσώπους των κρατών της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, της Προσωρινής Κυβερνήσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Ένωσης των Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών, αποφάσισαν τα άρθρα για τον κανονισμό και τη σύνθεση του Διεθνούς Στρατοδικείου.
Λαμβάνοντας υπόψη τον ειδικό του χαρακτήρα, καθώς σύμφωνα με τον τίτλο του και την ιδρυτική του πράξη ήταν Στρατοδικείο, έκρινε τον εαυτόν αναρμόδιο να εκδικάσει διεθνή εγκλήματα του κοινού δικαίου που διαπράχθηκαν σε καιρό ειρήνης. Επιλήφθηκε συνεπώς μόνο των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Υπό ομαλές συνθήκες μια παρόμοια απόφαση δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς η υπόθεση θα παραπεμπόταν κατά το μέρος της, που θα υπερέβαινε την αρμοδιότητα του Στρατοδικείου, στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. Είναι  σαφές ότι όταν υπάρχει νομική ρύθμιση, η κοινωνία δεν ανέχεται καμιά βλάβη στα δικαιϊκά  της θεμέλια.
Δε συνέβη όμως έτσι. Στη γένεση της «διεθνούς κυριαρχίας», δεν υπήρχε κάποιο μόνιμο διεθνές ποινικό δικαστήριο αρμόδιο να κρίνει εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, που διαπράχθηκαν σε καιρό ειρήνης. Αυτό το ειδικό δικαστήριο της Νυρεμβέργης, άλλωστε, που είχε συσταθεί με τον Κανονισμό του Λονδίνου σε περιβάλλον πλήρους απουσίας οποιασδήποτε σχετικής διεθνούς δικαιοδοσίας, είχε σαφώς «ad hoc» χαρακτήρα. Τα οργανικά χαρακτηριστικά εξάλλου της «διεθνούς κυριαρχίας» ήταν μεν ορατά, πλην όμως σε νηπιακή ηλικία και ως εκ τούτου, πολύ πρόωρα και αδύναμα για να επιτρέψουν την αναζήτηση σ’ αυτά της ύπαρξης του αναγκαίου σχετικού κανόνα διεθνούς δικαίου. Για να προκύψει ένας τέτοιος κανόνας θα έπρεπε  να έχει προϋπάρξει τουλάχιστο μια δικαστική απόφαση, που θα αποτελούσε αναμφισβήτητο νομικό προηγούμενο. Να γιατί η ετυμηγορία της Νυρεμβέργης υπήρξε για μεν τους υπέρμαχους των ανθρωπιστικών αξιών μια διάψευση, για δε τα κράτη, που ήθελαν να έχουν λυμένα τα χέρια στο μέλλον, μια μοναδική ευκαιρία.
       
         
           γ.     Το Ζήτημα του Ex Post Facto (Εκ των Υστέρων)
               Γενικά, είναι αντιληπτό ότι η τάση για αναγνώριση άμεσης ποινικής ευθύνης των φυσικών προσώπων απέναντι στη διεθνή έννομη τάξη, ήταν προπολεμικά σε ανεπαρκές στάδιο. Έτσι καθίσταται προφανές ότι το υπάρχον διεθνές νομικό πλαίσιο κατά τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου αδυνατούσε να στηρίξει, από νομικής απόψεως τουλάχιστον, την όλη διαδικασία διώξεως κατά των Γερμανών ηγετών, που κατέληξε στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης. Η έλλειψη νομιμότητας αποτελεί το πρώτο και κυριότερο μηχανισμό που ενεργοποιήθηκε μετά το τέλος του πολέμου. Οι συμμαχικοί παράγοντες υπερέβησαν το νομικό αυτό χάσμα που ανοιγόταν κάτω από τα πόδια τους, θεσπίζοντας νόμους και διαδικασίες εκ των υστέρων (ex post facto), γεγονός πλέον αναμφισβήτητο όσο και ανεπίτρεπτο για ανθρώπους και χώρες που διέθεταν εξελιγμένες δικαιϊκές πράξεις.
   Η ανυπαρξία επαρκούς νομικού ερείσματος και η ακόλουθη υπέρβασή της με την ex post facto κάλυψη των νομικών κενών και πρόβλεψη διαδικασιών, αποτελεί το σημείο, που από την πρώτη στιγμή, επικέντρωσε την αυστηρότερη κριτική.
   Ενώπιον του δικαστηρίου της Νυρεμβέργης αποτελούσε σταθερή θέση της υπεράσπισης, ότι η όλη δίκη διεξαγόταν κατά σαφή και πλήρη υπέρβαση κάθε έννοιας νομιμότητας. Εφόσον δεν υπήρχε νόμος που τιμωρούσε τον επιθετικό πόλεμο, δεν μπορούσε να στηριχθεί ποινική διαδικασία, επειδή η τιμωρία είναι δυνατή μονάχα αν έγινε παράβαση νόμου, ο οποίος ίσχυε όταν διαπράχθηκε η πράξη και η τιμωρία προβλεπόταν από τον νόμο αυτό. Κανένα έγκλημα δεν υφίσταται ούτε ποινή επιβάλλεται, εφ’ όσον αυτά δεν προβλέπονται από νόμο  ορισμένο και συγκεκριμένο (nullum crimen nulla poena sine lege certa), ενώ η αναλογική εφαρμογή άλλης νομικής διάταξης προς θεμελίωση του αξιόποινου επίσης απαγορεύεται. Μπορεί λοιπόν να ειπωθεί, ότι το προϋπάρχον του κατηγορητηρίου ποινικό διεθνές δίκαιο περιελάμβανε κάποια σπέρματα εγκληματικής πρόβλεψης ορισμένων συμπεριφορών γύρω από το δίκαιο του πολέμου. Άφηνε όμως αρρύθμιστα τόσο πολλά ζητήματα, ώστε οι προβλέψεις του να έχουν πιο πολύ τον χαρακτήρα εξαγγελιών αρχής, παρά ισχύοντος ποινικού δικαίου που μπορούσε να τύχει εφαρμογής ανά πάσα στιγμή.
   Ένα άλλο ζήτημα, σχετικά με το οποίο το ποινικό διεθνές δίκαιο που μέχρι τότε ίσχυε, δεν ήταν απλά αόριστο αλλά ουσιαστικά δεν είχε υπάρξει, ήταν αυτό περί της ατομικής – προσωπικής ευθύνης. Τα όποια «δειλά» βήματα είχαν σημειωθεί προ της Νυρεμβέργης για να ξεπεραστεί η κλασική θεωρία του διεθνούς δικαίου, που ήθελε ως υποκείμενά του μόνο κράτη και όχι άτομα, εμφανιζόταν στην πράξη πλέον περισσότερο επικρατέστερη. Έτσι η θεωρητική επιλογή του δικαστηρίου της Νυρεμβέργης να δικάσει μεμονωμένα άτομα, αντιπροσώπευε πλέον την νέα και ορθότερη τάση στο χώρο του διεθνούς δικαίου. Ορθά παρατηρεί η απόφαση πως εγκλήματα εναντίον του διεθνούς δικαίου διαπράττονται από ανθρώπους και όχι από αφηρημένες έννοιες και μόνο δια κολασμού των συγκεκριμένων προσώπων τα οποία διαπράττουν τέτοια εγκλήματα, προσδίδεται κύρος στους ορισμούς αυτού του δικαίου.
   Από τη μέχρι τώρα εξέταση του ποινικού συστήματος που είχε αναπτυχθεί, μέχρι την κίνηση της διαδικασίας εναντίον των Γερμανών, διαπιστώνεται ότι αυτό  ήταν ανεπαρκές για να βασίσει την παραπομπή τους ενώπιον διεθνούς δικαστηρίου. Οι πράξεις αυτών (των Γερμανών), μέχρι τότε ουδέποτε είχαν κριθεί αξιόποινες από συμβατικά κείμενα ή έθιμα, είτε είχαν κριθεί αξιόποινες αλλά με τρόπο νομικά προβληματικό. Αυτό όμως το γεγονός δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι καταλήγει στην ατιμωρησία όσων Γερμανών πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων τέλεσαν αξιόποινες πράξεις κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Όμως, σύμφωνα με πολλούς μελετητές, σχετικά με τον προσδιορισμό των αξιόποινων πράξεων, αρμόδιο ήταν το εθνικό ποινικό δίκαιο των ενδιαφερομένων κρατών. Αφού κάποια από τα διαπραχθέντα εγκλήματα περιλαμβάνονταν στους ποινικούς κώδικες των χωρών στις οποίες διαπράχθηκαν τα εγκλήματα, το σωστότερο νομικώς θα ήταν να δικαστούν οι υπαίτιοι στις χώρες αυτές, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων και όχι ενώπιον διεθνούς δικαστηρίου, το οποίο λειτούργησε με βάση κανόνες δικαίου που διατύπωσαν οι νικήτριες δυνάμεις. Όμως, «οι κατηγορούμενοι στη δίκη της Νυρεμβέργης δικάστηκαν από μη Χώρα (no mans land) πάνω σε μη δίκαιο (on no mans law), με την κατηγορία ότι ΄΄μόλυναν΄΄ τη γη ».

       10.     Η Κατηγορία
           α.     Τα Σημεία της Κατηγορίας και οι Προσωπικότητες
                   των    Κατηγορουμένων
                   Για την διαλεύκανση και  τον καθορισμό των κατηγοριών κατά των μεγάλων υπευθύνων του Β΄ Παγκοσμίου  πολέμου, οι ΗΠΑ, η Γαλλική Δημοκρατία, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας και η Ένωση Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών, έστειλαν στην Νυρεμβέργη, τους εκλεκτούς νομικούς , ΡΟΜΠΕΡΤ ΤΖΑΚΣΟΝ, ΦΡΑΓΚΙΣΚΟ ΝΤΕ ΜΑΝΤΟΝ, ΑΡΤΛΥ ΣΑΟΥΚΡΟΣ και Ρ. Α. ΡΟΥΝΤΕΝΚΟ, ως αντιπροσώπους.
Για εγκλήματα κατά της ειρήνης και κατά της ανθρωπότητας κατηγορήθηκαν, οι ΓΚΑΙΡΙΝΓΚ, ΕΣΣ, ΡΙΜΠΕΝΤΡΟΠ, ΚΑΪΤΕΛ, ΚΑΛΤΕΝΜΠΡΟΥΝΕΡ, ΡΟΖΕΝΜΠΕΡΓΚ, ΦΡΑΝΚ, ΦΡΙΚ, ΣΤΡΑΪΧΕΡ, ΦΟΥΝΚ, ΣΑΧΤ, ΚΡΟΥΠ ΦΟΝ ΜΠΟΛΕΝ, ΚΑΡΛ, ΝΤΕΝΙΤΣ, ΡΕΝΤΕΡ, ΣΙΡΑΧ, ΣΑΟΥΚΛ, ΓΙΟΝΤΛ, ΜΠΟΡΜΑΝ, ΦΟΝ ΠΑΠΕΝ, ΣΑΪΣ-ΙΝΚΟΥΑΡΤ, ΣΠΕΕΡ, ΦΟΝ ΝΟΫΡΑΤ και  ΦΡΙΤΣΕ, όλοι μαζί σαν ομάδα και καθένας χωριστά (όπως Παράρτημα «Β»).
Για εγκλήματα κατά της ειρήνης κατηγορήθηκαν οι παρακάτω ναζιστικές ομάδες και οργανώσεις :
(1)          Η οργάνωση του Γερμανικού Κράτους.
(2)         Η οργάνωση των πολιτικών οδηγών του εθνικοσοσιαλιστικού  Γερμανικού εργατικού κόμματος.
(3)         Η οργάνωση ΕΣ-ΕΣ.
(4)         Τα ΕΣ-ΝΤΕ.
(5)         Η ΓΚΕΣΤΑΠΟ.
(6)         Η ΕΣ-Α.
(7)         Το Ανώτατο Επιτελείο και το Ανώτατο Αρχηγείο του Στρατού.
β.     Το πρώτο σημείο κατηγορίας διελάμβανε το συνολικό εγκληματικό σχέδιο, τη συνωμοσία και την προπαρασκευή του Πολέμου.
γ.     Το δεύτερο σημείο κατηγορίας διελάμβανε την αιφνιδιαστική έναρξη του πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ειρήνης.
δ.     Το τρίτο σημείο κατηγορίας, τα εγκλήματα πολέμου.
ε.    Το τέταρτο σημείο κατηγορίας διελάμβανε τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

11.         Επιβολή Κυρώσεων
α.      Γενικά   
               Σύμφωνα με το άρθρο 27 των κανόνων του διεθνούς δικαίου, το στρατοδικείο ανακοινώνει την ποινή την οποία επιβάλλει στους κατηγορουμένους, οι οποίοι δικάζονται βάσει του κατηγορητηρίου (όπως  Παράρτημα «Β»).

           β.      Η Επιβολή των Κυρώσεων
                         Το Διεθνές Δικαστήριο της Νυρεμβέργης του οποίου η ετυμηγορία ήταν από πριν γνωστό - και αναμενόμενο - ότι θα δημιουργούσε διεθνές νομικό προηγούμενο, ιδρύθηκε για να εκδικάσει σύμφωνα με το Τέταρτο Κεφάλαιο του Κατηγορητηρίου, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διέπραξε το Τρίτο Ράιχ πριν ή/και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Συγκροτήθηκε λοιπόν ένα διεθνές δικαστήριο για να εκδικάσει ένα διεθνές έγκλημα του κοινού δικαίου.
        Λαμβάνοντας εν τούτοις υπ' όψη του ειδικό του χαρακτήρα - καθώς σύμφωνα με τον τίτλο του και την ιδρυτική του πράξη ήταν Στρατοδικείο - το δικαστήριο έκρινε εαυτόν αναρμόδιο για να εκδικάσει διεθνή εγκλήματα του κοινού δικαίου διαπραχθέντα σε καιρό ειρήνης. Επιλήφθηκε συνεπώς μόνο των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Υπό ομαλές συνθήκες μία παρόμοια απόφαση δε θα είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς η υπόθεση θα παραπέμπονταν κατά το μέρος της που θα υπερέβαινε την αρμοδιότητα του Στρατοδικείου στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. Δεν συνέβη όμως έτσι διότι δεν υπήρχε κάποιο μόνιμο διεθνές ποινικό δικαστήριο αρμόδιο να κρίνει εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν σε καιρό ειρήνης.
       Μόνο η Σύμβαση για τη Γενοκτονία θα αποκαθιστούσε σ΄ ένα βαθμό τα πράγματα πλην όμως αφορά μόνο στη γενοκτονία και όχι στο ευρύτερο και νομικά ήδη κρινόμενο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
    Έτσι ο άνθρωπος βρέθηκε αντιμέτωπος με το εξής θλιβερό δίλημμα δικαιοσύνη με πόλεμο ή δίκαιο της ζούγκλας με ειρήνη;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΄΄ΣΤ΄΄ -  ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ      
         12.    Τα Εγκλήματα Πολέμου και η Ελλάδα
                  α.     Γενικά     
             Η Ελλάδα η οποία αποτελεί το προαιώνιο σύμβολο της ιδέας της ελευθερίας αντιτάχθηκε με όλες τις δυνάμεις της εναντίον της επιδρομής των δύο μεγάλων αυτοκρατοριών, της φασιστικής Ιταλίας και του Γ΄ Ράϊχ. Αφού υπέκυψε ύστερα από το τεράστιο και δυσανάλογο βάρος της επίθεσης των δύο αυτών επιδρομέων, καθώς και της Βουλγαρίας, βρέθηκε σε δυσχερή θέση και είδε το έδαφός της να καταπατείται από αυτούς.
Σημειωτέον ότι για το άγραφο περί διεξαγωγής πολέμου «εθιμικό δίκαιο» και τις ρητές διατάξεις του δικαίου του κατά ξηρά πολέμου, που περιελήφθησαν στις διεθνείς συμβάσεις των  Συνδιασκέψεων Χάγης 1899 και 1909, προσυπέγραψαν μαζί με την Ελλάδα, η Ιταλία και η Γερμανία.

                β.      Εγκλήματα Διαπραχθέντα κατά της Ελλάδος
                     Τα διαπραχθέντα εγκλήματα κατά της Ελλάδος από τους παραπάνω κατακτητές της κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, τα κατατάσσουμε σε τρεις βασικές κατηγορίες:
(1)         Εγκλήματα πολιτικής μορφής.
(2)         Εγκλήματα οικονομικής μορφής.
(3)         Εγκλήματα κατά του πολιτισμού.
Τα εγκλήματα πολέμου εκδικάζονται στην μεν Αθήνα από το συσταθέν Ειδικό Στρατοδικείο Εγκλημάτων Πολέμου, στις δε επαρχίες από τα Διαρκή Δικαστήρια. Οι συμμέτοχοι του εγκλήματος πολέμου εάν είναι ημεδαποί υπάγονται στην αρμοδιότητα στην υπ’ αριθμόν 6 Συντακτική Πράξη συσταθέντων Δικαστηρίων.
Με νόμο (Αν. Νόμου 384/1945), συστάθηκε ειδική υπηρεσία για την εξακρίβωση εγκλημάτων πολέμου, που διαπράχθηκαν από όργανα των εχθρικών κρατών, με τον τίτλο «Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου» (Ε.Ε.Γ.Ε.Π.). Η υπηρεσία αυτή τελεί υπό τη εποπτεία του Υπουργού Δικαιοσύνης, αποτελείται δε από την Κεντρική Υπηρεσία και τις, κατά περιφέρειες Πρωτοδικείων, τοπικές υπηρεσίες

           γ.      Εγκλήματα Πολιτικής Μορφής
                   Το άρθρο 43 του Κανονισμού της σύμβασης της Χάγης του 1899 ορίζει ρητά ότι «το κατεχόμενο έδαφος ουδέποτε καθίσταται έδαφος του κατέχοντος». Κατά παράβαση της θεμελιώδους αυτής αρχής του Διεθνούς Δικαίου η Γερμανία παρέδωσε Ελληνικά εδάφη, δηλαδή την Ανατολική Μακεδονία και την Δυτική Θράκη, στην Βουλγαρία. Με την ενέργεια αυτή, η Γερμανία, έγινε συνυπεύθυνη μετά της Βουλγαρίας για τις σφαγές και τα λοιπά εγκλήματα τα οποία οι Βούλγαροι διέπραξαν στα προσαρτηθέντα Ελληνικά εδάφη. Σύμφωνα με το άρθρο 46 της ίδιας σύμβασης το οποίο καθορίζει ότι «η τιμή, η ζωή, η περιουσία και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των πολιτών είναι σεβαστές», καταπατήθηκαν, στα παραδοθέντα στους Βουλγάρους Ελληνικά εδάφη, κατά τον πλέον απάνθρωπο και βάρβαρο τρόπο  τα στοιχειώδη και ιερότερα ανθρώπινα δικαιώματα. Την εξάρθρωση της Ελληνικής Διοικήσεως επιχείρησαν να πετύχουν με την χρησιμοποίηση εμπίστων στην Ιταλική Διοίκηση και την ανάθεση καθηκόντων αναγομένων στην Ελληνική Διοίκηση , σε Ιταλούς δημόσιους υπαλλήλους.

                δ.      Εγκλήματα Οικονομικής Μορφής
                    Η  καταλήστευση του εθνικού πλούτου της Ελλάδος και η οικονομική της εξαθλίωση από τους κατακτητές γινόταν με διάφορες μορφές και συστήματα. Όλα τα αγαθά της χώρας (π.χ. καπνά, λάδι, όσπρια, μετάξι, ρητίνη, δέρματα, μέταλλα, πρώτες ύλες, μηχανήματα, ακόμη και το ύδωρ το οποίο έστελναν στα στρατεύματα στην Αφρική),   αποτέλεσαν αντικείμενα αρπαγής.
Άμεση συνέπεια της απάνθρωπης αυτής μεταχείρισης του πληθυσμού, από τα στρατεύματα κατοχής, υπήρξε ο φοβερός λιμός του χειμώνα του 1940-41, εξ αιτίας του οποίου πέθαναν περί τα 300.000 άτομα από την πείνα, ενώ παράλληλα μεγάλο μέρος του πληθυσμού υπέστη σοβαρές για την υγεία συνέπειες, λόγω του υποσιτισμού και διέτρεξε κίνδυνο ομαδικής γενοκτονίας η Ελληνική Φυλή.

            ε.      Εγκλήματα κατά του Πολιτισμού
                 Άλλη κατηγορία εγκλημάτων  που διαπράχθηκαν κατά της Ελλάδος, είναι αυτή η οποία υπάγεται στην κατά του πολιτισμού και των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που στρέφεται κατά της υγείας, της ζωής, της τιμής και εν γένει των λοιπών στοιχειωδών δικαιωμάτων του ατόμου.

       14.     Διαπραχθέντα κατά της Ελλάδος Εγκλήματα και Εκδίκαση
                 των    Εγκληματιών Πολέμου στη Δίκη της Νυρεμβέργης
           Από τους εκδικασθέντες στην Νυρεμβέργη εγκληματίες πολέμου, εκείνοι οι οποίοι βαρύνονται με εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, διαπραχθέντα εις βάρος της Ελλάδος και των Ελλήνων, ήταν οι στρατάρχες ΛΙΣΤ και ΒΑΪΝΣ, καθώς και οι στρατηγοί ΚΟΥΝΤΖΕ, ΦΕΡΤ, ΦΕΛΜΥ, ΛΑΝΤΣ, ΣΠΑΪΝΤΕΛ και ΓΚΑΪΤΝΕΡ. Οι παραπάνω διέταξαν ή συγκατατέθηκαν ή αποδέχθηκαν την εκτέλεση χιλιάδων Ελλήνων πολιτών.
Ειδικότερα, δε διότι με γενική διαταγή την 23 Ιουλίου 1941 ο στρατάρχης ΛΙΣΤ προς τα στρατεύματα, διέταξε να τιμωρούν την αντίσταση στα κατεχόμενα εδάφη της Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας «όχι δια της νομίμου διώξεως των ενόχων, αλλά δια της τρομοκρατίας και της εφαρμογής δρακόντειων μέτρων». Ομοίως την 10 Αυγούστου 1943, ο επιτελάρχης της ομάδος στρατιών Φ και της ανωτέρας στρατιωτικής διοίκησης Ν.Α. χωρών, εξέδωσε γενική διαταγή όπως μεταφερθούν στην Γερμανία προς αναγκαστική εργασία οι άρρενες κάτοικοι ολόκληρων χωριών της Ελλάδος και Γιουγκοσλαβίας και όπως αντιμετωπίζεται κάθε επίθεση κατά Γερμανών στρατιωτών ή γερμανικής περιουσίας με τουφεκισμό ή απαγχονισμό ομήρων, καταστροφής χωριών κλπ.
Η Ελληνική Αντιπροσωπεία συνέταξε σχετική έκθεση, η οποία παραδόθηκε στον δημόσιο κατήγορο, συμπληρώνοντας το κατηγορητήριο από ελληνικής πλευράς. Η έκθεση, συντάχθηκε από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. ΚΙΟΥΣΣΟΠΟΥΛΟΥ και εγκρίθηκε από άλλα δύο μέλη της αντιπροσωπείας, του αντιπροέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας κ. ΤΣΑΜΑΔΟΥ και Ταξίαρχου κ. ΤΣΙΓΑΝΤΕ. Η εν λόγω έκθεση περιέχει στην αρχή μια σύντομη περιγραφή του συνόλου της ελληνικής τραγωδίας και στην συνέχεια απαριθμεί τα σημαντικότερα από τα διαπραχθέντα σε βάρος της Ελλάδος και των Ελλήνων εγκλημάτων, των μεγάλων εγκληματιών και απετέλεσε την κύρια βάση της κατηγορίας.
Οι ποινές που επέβαλε το δικαστήριο της Νυρεμβέργης, ήταν όπως παρακάτω:
                 α.     Στρατάρχης ΒΙΛΧΕΛ ΛΙΣΤ, καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
                 β.     Στρατηγός ΒΑΛΤΕΡ ΚΟΥΝΤΖ, όπως παραπάνω.
                 γ.       Στρατηγός ΧΕΡΜΑΝ ΦΕΡΤΣ, αθωώθηκε.
                 δ.       Στρατηγός ΧΕΛΜΟΥΤ ΦΕΛΜΥ, σε φυλάκιση 15 ετών.
                 ε.       Στρατηγός ΧΟΥΜΠΕΡΤ ΛΑΝΤΣ, σε φυλάκιση 12 ετών.
                στ.      Στρατηγός ΒΙΛΧΕΛ ΣΠΑΫΝΤΕΛ, σε φυλάκιση 20 ετών.
                 ζ.       Στρατηγός ΚΟΥΡΤ ΦΟΝ ΓΚΑΪΤΝΕΡ, αθωώθηκε.
                 η.       Στρατηγός ΦΟΝ ΛΑΪΖΕΡ, σε φυλάκιση 10 ετών.
                 θ.       Στρατηγός ΕΡΝΕΣΤ ΝΤΕΝΕΡ, σε φυλάκιση 7 ετών.
                  ι.       Στρατηγός ΛΟΤΑΡ ΡΕΜΠΛΙΤΣ, σε φυλάκιση 20 ετών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΄΄Ζ΄΄ -  Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ
        16.     Η Πραγματικότητα του 20ου  Αιώνα
                  α.    Γενικά
                          Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 σημειώθηκαν, ωστόσο, νέες οργανικές εξελίξεις στο χώρο του διεθνούς ποινικού και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Η συγκρότηση νέων «ad hoc» δικαστηρίων για την εκδίκαση των μαζικών εγκλημάτων (εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονία), που τελέστηκαν στην ΡΟΥΑΝΤΑ και τη ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ επανέφερε στο προσκήνιο το θλιβερό παρελθόν της Νυρεμβέργης.
Σε κάθε περίπτωση τα κρίσιμα ζητήματα της νομοτυπικής μορφής, της αρμοδιότητας, της ατομικής ή και της κρατικής ευθύνης και των κυρώσεων παραμένουν εκκρεμή και δισυπόστατα πίσω από αντιφάσεις και  σκοπιμότητες. Εξάλλου με δεδομένο ότι μετά την κατάργηση του εσωτερικού δικαίου και τη «σιωπή του νόμου» οι πράξεις εγκληματικής άσκησης της κρατικής κυριαρχίας δύναται να τύχουν την αποδοκιμασία μόνο του διεθνούς δικαίου, είναι απογοητευτικό να εξακολουθούν να ιδρύονται στη δεκαετία του 1990 «ad hoc» δικαστήρια. Η πρακτική αυτή, στην πολιτική της διάσταση, φαίνεται να έρχεται σε ευρεία σύγκρουση με την όγδοη επιταγή του Προοιμίου του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου , η οποία τονίζει αποφατικά ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι το Καταστατικό εξουσιοδοτεί οποιοδήποτε κράτος μέλος (Κ-Μ) να επεμβαίνει με ένοπλη σύγκρουση στις εσωτερικές υποθέσεις άλλου Κ-Μ.
Αν αναλογιστεί κανείς τα προβλήματα νομιμότητας της πρόσφατης επέμβασης στο Κοσσυφοπέδιο και την ευρισκόμενη τώρα σε εξέλιξη δικαστική συνέχεια, εύκολα θα κατανοήσει τους λόγους της έντονης αντίδρασης της υπερδύναμης στην ίδρυση και ανεξάρτητη λειτουργία μόνιμου Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
   Την άρνηση εξουσιοδότησης μεμονωμένων μερών για την πραγματοποίηση ανθρωπιστικών επεμβάσεων έρχεται να συμπληρώσει θετικά αυτή τη φορά, η δεύτερη περίπτωση του άρθρου 13 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία οποιοδήποτε από τα διωκόμενα εγκλήματα μπορεί να παραπέμπεται στο Δικαστήριο από το Συμβούλιο Ασφαλείας, στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων που του παρέχει το κεφάλαιο VII του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η ανοικτή αυτή δυνατότητα υπενθυμίζει ποιο όργανο είναι αρμόδιο να ενεργεί εξ ονόματος της ανθρωπότητας και με ποιο τρόπο είναι δυνατή η υποκατάσταση μιας εγκληματικά ασκούμενης κρατικής κυριαρχίας. Εξάλλου κανένα κριτήριο αποτελεσματικότητας συνδεόμενο με περιορισμούς στη λήψη αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, δεν είναι δυνατόν να δικαιολογήσει την περιθωριοποίηση θεσμικών οργάνων αυτού του επιπέδου απ’ όσους υποτίθεται ότι ΄΄κόπτονται΄΄ για την απρόσκοπτη και αποδοτική λειτουργία τους.

         β.   Τα Μεγαλύτερα Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας του Αιώνα
               Στον τραγικό απολογισμό του 20ου αιώνα, ο ανθρώπινος νους δεν θα μπορέσει ποτέ να αντιληφθεί τους φρικτούς θανάτους που δεν προκλήθηκαν από πολέμους, αλλά επειδή κάποιος επέλεξε κάποιον άλλον ως εχθρό του, μόνο επειδή ήταν διαφορετικός, σκεφτόταν διαφορετικά ή είχε διαφορετική πίστη.
Με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ένας νέος όρος εμπλούτισε το διεθνές λεξιλόγιο για να περιγράψει τα εγκλήματα που διέπραξε η σύγχρονη ανθρωπότητα. Με τη λέξη «γενοκτονία» περιγράφεται μια σωρεία εγκλημάτων με θύματα λαούς, όπως οι «ΕΡΕΡΟΙ» της σημερινής ΝΑΜΙΜΠΙΑ, οι Εβραίοι της Ευρώπης, οι χωρικοί της ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ, οι κάτοικοι του ΤΙΜΟΡ, οι «ΤΟΥΤΣΙ» της ΡΟΥΑΝΤΑ, οι πολίτες της ΚΑΜΠΟΤΖΗΣ και τόσοι άλλοι. Είναι ανατριχιαστικό να αναλογιστεί κανείς ότι στα εκατό τελευταία χρόνια δέκα έξι έως δέκα επτά εκατομμύρια αθώοι έχασαν τη ζωή τους σε γενοκτονίες.
Ο αιώνας μας εφηύρε τα «στρατόπεδα συγκέντρωσης», την «τελική λύση», την «εθνοκάθαρση» και πιο πρόσφατα τον όρο που περιγράφει τους αμάχους – θύματα του πολέμου ως «υπολογίσιμες απώλειες». Αυτός ο αιώνας, λοιπόν, μας κληροδότησε και τον όρο «γενοκτονία», για να δικαιολογήσει τους χαρακτηρισμούς που του απέδωσαν οι διανοούμενοι.
Από τους πολέμους του αιώνα μας, έχουν εντυπωθεί στο μυαλό εικόνες φρικτές με πτώματα στο ΒΕΡΝΤΕΝ το 1918, με το πυρηνικά ‘’μανιτάρια’’ στη ΧΙΡΟΣΙΜΑ και το ΝΑΓΚΑΣΑΚΙ το 1945 και το γυμνό καμένο κορμάκι αυτού του κοριτσιού από το Βιετνάμ που έτρεχε να γλιτώσει από τις βόμβες «ναπάλμ».
Οι μεγάλοι «σφαγείς», θύτες γενοκτονιών, υπήρξαν σε γενικές γραμμές ηγέτες απολυταρχικών κρατών. Αυτή ήταν η περίπτωση του ΧΙΤΛΕΡ της Γερμανίας, του ΣΤΑΛΙΝ της Ε.Σ.Σ.Δ., του ΠΟΛ ΠΟΤ της Καμπότζης ή του ΣΟΥΧΑΡΤΟ της Ινδονησίας.
Σε ότι αφορά θανάτους, ο ΣΤΑΛΙΝ και το καθεστώς του ΧΙΤΛΕΡ διεκδικούν επάξια την πρώτη θέση στον κατάλογο των εγκληματιών. Ο πρώτος με διάταγμα της 14ης Δεκεμβρίου 1932, που είχε την υπογραφή του υπουργού Εξωτερικών ΜΟΛΟΤΩΦ, ζητούσε από τις κομματικές αρχές της Ουκρανίας να απαλλαγούν από τα αντεπαναστατικά στοιχεία, μέσω φυλάκισής τους, εγκλεισμού τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή άλλων τρόπων χωρίς να αποκλείεται η εφαρμογή των εσχάτων νομίμων ποινών (εκτέλεση). Ως αποτέλεσμα αυτής της απόφασης εξαφανίστηκαν επτά εκατομμύρια  αγρότες  («Κουλάκοι»),  που αντιτίθονταν   στην
‘’ κολεκτιβοποίηση ‘’  της γης τους.
Οι τρομακτικά μεγάλες ανθρώπινες απώλειες από το Ολοκαύτωμα και το μεγάλο λιμό της Ουκρανίας επιτεύχθηκαν χάριν της προηγμένης στρατιωτικής τεχνολογίας και της οργάνωσης των σύγχρονων κρατών, αναφέρει ο ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΓΚΛΟΒΕΡ, στο βιβλίο του «Η ηθική ιστορία του εικοστού αιώνα».
Χωρίς τα μέσα και την καλή οργάνωση, η κυβέρνηση των Νεοτούρκων δεν θα μπορούσε ποτέ να εκτελέσει το σχέδιο εξόντωσης μιας κοινότητας δύο εκατομμυρίων ανθρώπων που ζούσε στα τουρκικά εδάφη για 2.000 χρόνια. Για να τεθεί σε πέρας το σχέδιο εξόντωσης των ΑΡΜΕΝΙΩΝ σε τρεις φάσεις (προσφυγοποίηση – εκτελέσεις- πείνα), χρειαζόταν πλήρης συντονισμός της κρατικής μηχανής.
        
        γ.     Λαοί σε Ρόλο Δολοφόνου
                        Σε πολλές περιπτώσεις γενοκτονιών από το δεύτερο μισό του αιώνα και μετά η κρατική μηχανή χρειάστηκε την ενεργό συμβολή μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων στην προσπάθειά της για την εξόντωση του "εχθρού". Στην περίπτωση της ΡΟΥΑΝΤΑ και του ΜΠΟΥΡΟΥΝΤΙ, οι εκκλήσεις υψηλόβαθμων κυβερνητικών στελεχών προς τους πολίτες από το ραδιόφωνο ήταν αρκετές για να κάνουν την πλειονότητα των κατοίκων να εμπλακεί σε εγκληματικές πράξεις.
         Στη ΡΟΥΑΝΤΑ το 1994, είναι πλέον γνωστό ότι πολλοί «ΧΟΥΤΟΥ» συλλάμβαναν συμπολίτες τους, οι οποίοι ανήκαν στη φυλή των «ΤΟΥΤΣΙ», τους έκοβαν τον αχίλλειο τένοντα για να μην μπορούν να τρέξουν και να τους εξοντώσουν με ευκολία. Ολόκληρο το έθνος είχε μετατραπεί σε δράστη. Θύματα, πάνω από 700.000  ΡΟΥΑΝΤΙΝΟΙ της φυλής ΤΟΥΤΣΙ.
        Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Ινδονησία το 1965, όταν μισό εκατομμύριο μέλη του νόμιμου Κομμουνιστικού Κόμματος σφαγιάστηκαν από την αστυνομία, το στρατό και όχλους "αγανακτισμένων πολιτών". Υπάκουοι στις εκκλήσεις μίσους των Αρχών και των Μουσουλμάνων ηγετών απλοί πολίτες έγιναν δολοφόνοι.
         Η σφαγή των κομμουνιστών της ΙΝΔΟΝΗΣΙΑΣ ήταν, φαίνεται, η απαρχή μιας άλλης αποτρόπαιης πράξης που έγινε δέκα χρόνια αργότερα από τις Αρχές της Τζακάρτα. Περίπου 30.000 Ινδονήσιοι στρατιώτες συμμετείχαν τότε στην «Επιχείρηση ΚΟΜΟΝΤΟ», που ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 1975 εναντίον των κατοίκων του Ανατολικού ΤΙΜΟΡ.
Μέχρι να διαρρεύσουν τα πρώτα νέα αυτού του αποτρόπαιου ΄΄παραληρήματος΄΄, το 1979, πάνω από 200.000 πολίτες του ΤΙΜΟΡ είχαν χάσει τη ζωή τους αβοήθητοι από τις σφαγές ή την πείνα.
        Παρόμοιες σκηνές βίας διαδραματίστηκαν στο ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ, το Μάρτιο έως το Δεκέμβριο του 1971, από το στρατό του ΠΑΚΙΣΤΑΝ, που εισέβαλε στη χώρα. Μέχρι τη στιγμή της επέμβασης του ινδικού στρατού που οδήγησε το ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ στη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του από το ΠΑΚΙΣΤΑΝ, περισσότερα από τρία εκατομμύρια δολοφονήθηκαν και χιλιάδες γυναίκες βιάστηκαν.
  
         δ.     Εγκλήματα που Παραμένουν Ατιμώρητα
                 Με το πέρασμα του χρόνου και  με την καταγραφή των μαρτυριών της ωμής βίας, η διεθνής κοινότητα άρχισε να αντιμετωπίζει το πρόβλημα με μεγαλύτερη σοβαρότητα. Όμως,  μόνο στη δεκαετία που μας πέρασε αποφάσισε να λάβει μέτρα για την τιμωρία των ενόχων.
Το 1915, οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ρωσίας υποσχέθηκαν ότι θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τα εγκλήματα των Τούρκων εναντίον των Τούρκων εναντίον των Αρμενίων, αλλά με τη Συνθήκη των Σεβρών η Κοινωνία των Εθνών δεν κατάφερε να θεσμοθετήσει ένα ειδικό δικαστήριο για την υπόθεση αυτή. Το κείμενο της σχετικής συνθήκης για τη γενοκτονία δεν εφαρμόστηκε ποτέ και τα εγκλήματα έμειναν ατιμώρητα.
         Για τα εγκλήματα των ναζί, η διεθνής κοινότητα προσπάθησε να φέρει σε ισχύ μια συνθήκη εναντίον του εγκλήματος της γενοκτονίας, αλλά αυτό συνέβη μόνο το 1951. Μάλιστα, το χειρότερο ήταν ότι χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν επικύρωσαν το κείμενο αυτό παρά μόνο έπειτα από 20 ολόκληρα χρόνια. Ήταν η εποχή που ο κόσμος είχε εξοργιστεί από τις ακρότητες των Πακιστανών στο ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ και στο ΛΟΝΔΙΝΟ οργανώνονταν συναυλίες αφύπνισης από τον ΡΑΒΙ ΣΑΝΚΑΡ και τον ΤΖΩΡΤΖ ΧΑΡΙΣΟΝ, με τη στήριξη του Γάλλου διανοούμενου ΑΝΤΡΕ ΜΑΡΛΩ, ο οποίος είχε μάλιστα προσφέρει εαυτόν ως εθελοντή για το μέτωπο εναντίον των Πακιστανών.
         Η κυνική θέση των Η.Π.Α. σε εκείνο το ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής ήταν ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους έμειναν ατιμώρητοι οι στυγεροί δολοφόνοι του ΤΙΜΟΡ, του ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ ή της ΚΑΜΠΟΤΖΗΣ.
       Η γεωστρατηγική θέση της ΙΝΔΟΝΗΣΙΑΣ, της μεγαλύτερης μουσουλμανικής χώρας του κόσμου, ήταν πολύτιμη. Υπήρχε έλλειψη ενθουσιασμού για σύγκρουση με το ΠΑΚΙΣΤΑΝ, άσπονδο εχθρό της "άπιστης" Ινδίας που αγόραζε όπλα από τη Μόσχα. Επίσης, ο ΠΩΛ ΠΟΤ της Καμπότζης ήταν εχθρός του ΒΙΕΤΝΑΜ. Χάριν αυτής της ιδιότητάς του η Ουάσινγκτον παρέβλεπε τις "αμαρτίες" του και ‘’ανεχόταν’’ τη σημαία των «Ερυθρών ΧΜΕΡ» να κυματίζει στα Ηνωμένα Έθνη έως το 1989, έτος κατά το οποίο οι Βιετναμέζοι αποχώρησαν από την Καμπότζη και άρχισαν να γίνονται ευρύτερα γνωστά τα αποτρόπαια εγκλήματα του ΠΩΛ  ΠΟΤ.
Μόνο κατά την δεκαετία του ΄90, στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, άρχισαν να δικάζονται αυτά τα εγκλήματα με τη δημιουργία διεθνών ποινικών δικαστηρίων για την πρώην ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ το 1993, και τη ΡΟΥΑΝΤΑ το 1994. Στην πρώτη περίπτωση συνελήφθησαν δέκα άτομα κατηγορούμενα για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, ενώ εκδόθηκαν 70 διεθνή εντάλματα σύλληψης για προσωπικότητες, όπως ο ΡΑΝΤΟΒΑΝ ΚΑΡΑΤΖΙΤΣ και ο ΡΑΤΚΟ ΜΛΑΝΤΙΤΣ.
Το ειδικό δικαστήριο για τη ΡΟΥΑΝΤΑ, με έδρα την ΤΑΝΖΑΝΙΑ, έχει καταφέρει να καταδικάσει μόλις έξι άτομα σε ισόβια κάθειρξη. Πρόσφατα η οργάνωση των ανταρτών της φυλής ΧΟΥΤΟΥ προχώρησε σε επίσημη καταδίκη του μακελειού των ΤΟΥΤΣΙ. Είναι η πρώτη επίσημη διακήρυξη τερματισμού του πολέμου κατά της ΡΟΥΑΝΤΑ και η δέσμευση για τερματισμό της ένοπλης σύγκρουσης, αφοπλισμό και επιστροφή στον αναίμακτο πολιτικό αγώνα. Το γεγονός που θεωρείτο αδύνατο έγινε δεκτό με ικανοποίηση από τη Διεθνή Κοινότητα. Βέβαια ήταν αποτέλεσμα σκληρών διαπραγματεύσεων που διεξάγονταν μυστικά, το τελευταίο διάστημα στη ΡΩΜΗ, μεταξύ των Δημοκρατικών Δυνάμεων για την Απελευθέρωση της ΡΟΥΑΝΤΑ και της Λαϊκής Δημοκρατίας του ΚΟΝΓΚΟ. Διπλωμάτες εκτιμούν πως η ευθύνη περιέρχεται τώρα στην κυβέρνηση της ΡΟΥΑΝΤΑ, η οποία θα πρέπει να προσφέρει εγγυήσεις για την επιστροφή των ανταρτών και την αποκατάστασή τους.

17.     Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης ( Η Δίκη του
          ΣΛΟΜΠΟΝΤΑΝ  ΜΙΛΟΣΕΒΙΤΣ)
                 Η δίκη αρχίζει με το ίδιο τελετουργικό που τηρείται από τον Φεβρουάριο του 2002, οπότε άρχισε η ανάκριση του πρώην προέδρου της Σερβίας, ΣΛΟΜΠΟΝΤΑΝ ΜΙΛΟΣΕΒΙΤΣ. Λίγους μήνες δηλαδή μετά την παράδοσή του στις αρχές του Δικαστηρίου, τον Ιούνιο του 2001, και την απαγγελία των κατηγοριών που αφορούν τον «ρόλο» του στις τρεις μείζονες συγκρούσεις που διαμέλισαν την πρώην Γιουγκοσλαβία, τους πολέμους της Κροατίας (1991-95), της Βοσνίας (1992-95) και του Κοσόβου (1998-99). Η δημόσια κατήγορος, η Ελβετίδα εισαγγελέας ΚΑΡΛΑ ΝΤΕΛ ΠΟΝΤΕ, ο βοηθός της, οι μεταφραστές, οι πρακτικογράφοι, είναι όλοι στις θέσεις τους.
        Ο ΜΙΛΟΣΕΒΙΤΣ ξεκινά την αγόρευσή του και  καταφέρεται για παραβίαση των θεμελιωδών του δικαιωμάτων, να εξετάσει ο ίδιος τους μάρτυρες υπεράσπισης, σε μια πολιτική, όπως την χαρακτηρίζει, δίκη.
         Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, ΠΑΤΡΙΚ ΡΟΜΠΙΝΣΟΝ, του απαντά πως κατηγορείται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και όχι για πολιτικά αδικήματα. Η δίκη δεν είναι πολιτική, είναι ποινική.
         Ο νομικός σύμβουλος του πρώην προέδρου, ΜΙΣΑ ΟΓΚΙΑΝΟΒΙΤΣ,  αναφέρει πως ο ΜΙΛΟΣΕΒΙΤΣ έχει χαρακτηρίσει το δικαστήριο αναρμόδιο, αρνείται όλες τις κατηγορίες, ότι δηλαδή δεν είναι εγκληματίας πολέμου και πως η δίκη είναι πολιτική. Κατηγορείται ως εκλεγμένος πρόεδρος μιας μεγάλης χώρας, η οποία δέχτηκε επίθεση από νατοϊκές δυνάμεις και η υπεράσπισή της ήταν υποχρέωσή του που πηγάζει από το Σύνταγμα. Συνεπώς, η υπόθεση όλη στηρίζεται σε καθαρά πολιτικά στοιχεία.
Η δίκη συνεχίζεται για  μία περίπου ώρα πάνω στο ίδιο μοτίβο μέχρι που ο πρόεδρος κηρύσσει τη διακοπή της. Η επανάληψή της ορίζεται για την επόμενη εβδομάδα. Τότε το δικαστήριο θα αποφανθεί, εάν ο ΜΙΛΟΣΕΒΙΤΣ θα έχει το δικαίωμα να εξετάσει ο ίδιος τους μάρτυρες υπεράσπισής του ή  οι δύο διορισμένοι Βρετανοί νομικοί συνήγοροι υπεράσπισης, ΣΤΗΒΕΝ ΚΕΪ  και ΓΚΙΛΙΑΝ ΧΙΓΚΙΝΣ.
        Λίγους μήνες μόλις αργότερα (19 Μαρτίου 2005), ο πρώην πρόεδρος της ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑΣ θα παραδεχθεί ότι έγιναν εγκλήματα εναντίον των ΑΛΒΑΝΩΝ και των ΡΟΜ του ΚΟΣΥΦΟΠΕΔΙΟΥ το 1999.  Αυτουργοί εκείνων των πράξεων ήταν έφεδροι του σερβικού στρατού. Αναφέρθηκε με στοιχεία σε δώδεκα περιπτώσεις εγκληματικών ενεργειών, εκ των οποίων οι τρεις αφορούσαν βιασμούς, ενώ οι υπόλοιπες δολοφονίες τουλάχιστον 28 ΑΛΒΑΝΩΝ. Ο κ. ΜΙΛΟΣΕΒΙΤΣ παραδέχθηκε ότι τα ανακριτικά όργανα του τότε γιουγκοσλαβικού στρατού έπραξαν τα δέοντα, προκειμένου να τιμωρηθούν οι δράστες των εγκλημάτων, ασκώντας αμέσως ποινικές διώξεις.

18.     Εφαρμογή του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου στην Πράξη,
                 Αδυναμίες και Προοπτικές
                 α.     Εφαρμογή  στη Σημερινή Πραγματικότητα
                         Είναι γεγονός πως υπάρχουν αναρίθμητες παραβιάσεις του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου (Δ.Α.Δ.) σε όλο τον κόσμο, με αυξανόμενο αριθμό θυμάτων του πολέμου, που είναι πολίτες. Υπάρχουν όμως και πολλές περιπτώσεις όπου το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο συνέβαλε στη προστασία των πολιτών, αιχμαλώτων, ασθενών και πληγωμένων και στον περιορισμό των ΄΄απάνθρωπων΄΄  όπλων. Αν λάβουμε υπόψη πως το Δ.Α.Δ. εφαρμόζεται σε περιόδους άκρως τραυματικών εμπειριών, θα συναντά πάντοτε δυσκολίες. Η αποτελεσματική εφαρμογή του είναι απαραίτητη όσο ποτέ.
Μια σειρά μέτρων έχει ληφθεί για την προαγωγή του σεβασμού προς το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο. Τα Κράτη υποχρεούνται να εκπαιδεύσουν τις Ένοπλες Δυνάμεις τους και το κοινό γενικότερα, στους κανόνες του Δ.Α.Δ.. Πρέπει να παρεμποδίζουν και, όποτε αυτό είναι απαραίτητο, να τιμωρούν όλες τις παραβιάσεις αυτού. Ειδικότερα πρέπει να υιοθετήσουν Νόμους που θα τιμωρούν τις πλέον σοβαρές παραβιάσεις των Συμβάσεων της Γενεύης και των Πρόσθετων Πρωτοκόλλων, οι οποίες θεωρούνται ως εγκλήματα πολέμου.

                β.      Αδυναμίες και  Προβλήματα στην Εφαρμογή του Δ.Α.Δ.
                        Αν προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τις αδυναμίες που παρουσιάζονται στην εφαρμογή του Δ.Α.Δ. , θα διαπιστώσουμε πως υπάρχει ένας άξονας πορείας που έχει ως αρχή την «απόλυτη απαίτηση για ολοκληρωτική προστασία της ανθρώπινης ζωής, την εφαρμογή όλων των ανθρωπιστικών αρχών που γίνονται αποδεκτές από την ανθρωπότητα και πέρας την πραγματική υλοποίηση αυτών στο πεδίο των σύγχρονων ενόπλων συγκρούσεων».
        Έτσι σαν πρώτο στάδιο έχουμε την δημιουργημένη πεποίθηση της κοινής γνώμης, διαμορφωμένη από το ανώτερο ένστικτο αλληλεγγύης και ευαισθητοποιημένης αντίδρασης απέναντι στον ανθρώπινο πόνο, που προκαλείται από την εγγενή απέχθεια για τα αποτελέσματα της απάνθρωπης βίας εξαιτίας της θέας εικόνων από πεδία ενόπλων συγκρούσεων. Στο στάδιο αυτό οι αδυναμίες που παρουσιάζει το Δ.Α.Δ. μπορεί να είναι «η άμβλυνση του ανθρωπιστικού κριτηρίου της κοινής γνώμης εξαιτίας του υλιστικού λήθαργου που περιπίπτει η σύγχρονη κοινωνία», καθώς και η ελλιπής ή μονόπλευρη ενημέρωση (με σκοπιμότητα), για τα προβλήματα εφαρμογής του ανθρωπιστικού δικαίου που παρουσιάζονται στις περιοχές των συγκρούσεων.
        Η κατάσταση αυτή θα οδηγήσει την Παγκόσμια Κοινότητα στη δημιουργία και σε θέση σε ισχύ της «κείμενης νομοθεσίας», όπου οι νόμοι και οι Συνθήκες αντανακλούν στο κοινό «περί ανθρωπιστικού δικαίου αισθήματος» , αλλά και σ’ αυτό των ισχυρών «περί συμφέροντος και κυριαρχίας αισθήματος». Η αδυναμία του Δ.Α.Δ. , που παρουσιάζεται εδώ είναι η ελλιπής νομιμοποίηση της Ανθρωπιστικής  Επέμβασης, η «αρχή της μη επέμβασης» ( άρθρο 2 παρ. 7 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, που απαγορεύει σε ένα Κράτος Μέλος να επέμβει, παρά τη θέληση του άλλου, στο εσωτερικό του ), με εξαίρεση βέβαια όταν αυτή ΄΄καλύπτεται΄΄ με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας (Κεφάλαιο VII του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ). Άλλη αδυναμία είναι η εξάρτηση των εφαρμογών του ΔΑΔ από τα παγκόσμια εθνικά συμφέροντα, τις πολιτικές σκοπιμότητες, τα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα και τα οικονομικά οφέλη, καθώς και η αμφισβήτηση και χειραγώγηση του ΟΗΕ, κυρίως από την επικρατούσα υπερδύναμη. Έτσι η Κυβέρνηση των  ΗΠΑ  είτε μειώνει τα κονδύλια  που συνεισφέρει στον προϋπολογισμό του ΟΗΕ, είτε καταφέρεται προσάπτοντας μομφές κατά του προσώπου του Γενικού Γραμματέα για οικονομικές ατασθαλίες, είτε διεξάγει  ΄΄παράλληλες΄΄ ανθρωπιστικές επιχειρήσεις.
        Τέλος αδυναμία είναι και η απροθυμία της Διεθνούς Κοινότητας να παραμείνει και να διακινδυνεύσει τις ζωές των δυνάμεων της ανθρωπιστικής επέμβασης,  όταν διαπιστώσει ότι η κατάσταση εκτρέπεται και ο συνδυασμός των στόχων εξυπηρέτησης της ανθρωπιστικής διαδικασίας και όποιου άλλου οφέλους σε σχέση με τις απώλειες ή τον κίνδυνο απωλειών,  καθιστούν πλέον την επέμβαση μη ΄΄ελκυστική΄΄.

                γ.       Προοπτικές και Εφαρμογές του Διεθνούς Ανθρωπιστικού
                          Δικαίου στο Μέλλον
                          Έχοντας καταγράψει κάποιες από τις αδυναμίες που υπάρχουν στις εφαρμογές του Δ.Α.Δ., θα προχωρήσουμε στην επόμενη φάση του προσδιορισμού των προοπτικών και εφαρμογών στο μέλλον.
       Οι ένοπλες συγκρούσεις στη σύγχρονη εποχή, εξαιτίας της εξέλιξης της τεχνολογίας αλλά και της διαφοροποίησης της νοοτροπίας των συγκρουόμενων έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια όλο και περισσότερων αμάχων από ότι στο παρελθόν. Παρόλα αυτά αυξάνεται και η αφύπνιση της κοινής γνώμης, που επιζητά περισσότερη ανθρωπιά και ευρύτερη εφαρμογή των κανόνων του Δ.Α.Δ..
Η πίεση αυτή βλέπουμε να εξασκείται στην δημιουργία νέας κείμενης νομοθεσίας, πλησιέστερα προς την δέουσα. Επιπλέον εξασκείται στην συνεκτίμηση του κοινού αισθήματος περί ανθρωπιστικού δικαίου και της κοινής γνώμης, στην λήψη αποφάσεων.
        Η αναταραχή που επήλθε με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στο σύντομο μέλλον θα ισορροπήσει με την ανάδειξη νέων πόλων ισχύος, αντισταθμιστικών της υφιστάμενης κατάστασης. Βέβαια δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι όλα θα γίνουν με ομαλό και ήπιο τρόπο. Όσο θα στενεύουν οι δυνατότητες δράσης των επιθυμούντων να έχουν λόγο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, τόσο περισσότερο μπορεί να γινόμαστε θεατές καταστάσεων που δε θα τιμούν την ανθρωπότητα. Σήμερα συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που θα οδηγήσουν στον επιθυμητό στο μέλλον στόχο. Μέγας συνεργός είναι η κοινή στον απλό κόσμο ενστικτώδης αίσθηση αλληλεγγύης. Είναι αυτή που ΄΄αφυπνίζεται΄΄ όταν κάτι τραγικό συμβαίνει, όπως το πρόσφατο παράδειγμα της οικουμενικού χαρακτήρα καταστροφής στην ΙΝΔΟΝΗΣΙΑ. Όχι πως η αφύπνιση αυτή είναι άμεση και συλλογική. Μπορεί να καθοδηγηθεί, όπως και μπορεί δυστυχώς να αποτραπεί.      
         Σημαντική είναι η θετική καθοδήγηση από τα μη αλλοτριωμένα ΜΜΕ, που είναι ένας μη θεσμοθετημένος εν δυνάμει φορέας του Δ.Α.Δ.. Με το πέρασμα του χρόνου βλέπουμε να εμπεδώνονται αργά, αλλά σταθερά, οι ιδέες της Δημοκρατίας, της Ισότητας και της Ανθρωπιστικής Αλληλεγγύης.
  
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΄΄Η΄΄ - ΣΥΝΟΨΗ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
        19.    Σύνοψη
                 Δεν είναι καθόλου παρήγορο το ότι χρειάσθηκε να προηγηθεί η ανυπολόγιστη ανθρωπιστική καταστροφή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου για να αποκαθαρθεί το δόγμα των εγκλημάτων πολέμου και να γίνει η μετάβαση στις αιώνιες ανθρώπινες αξίες, με την καταγραφή και οριοθέτηση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
        Το σημαντικό  είναι ότι για όσο χρόνο κράτησε αυτή η μεταμόρφωση διήρκεσε και η πολιτική βούληση για την τιμωρία αυτών των αποτρόπαιων εγκλημάτων. Δημιουργήθηκε έτσι ένα πολύτιμο διεθνές κεκτημένο. Ένα κεκτημένο όμως που απαιτούσε τώρα και την πολύ περισσότερο οδυνηρή βούληση διαρκούς εφαρμογής και αποσαφήνισης των νέων ορισμών και μηχανισμών του διεθνούς ποινικού δικαίου.
        Το μεγάλο όπλο που έχει στα χέρια της η διεθνής κοινότητα και που  μπορεί να το χρησιμοποιήσει για να καταδικάσει εγκληματίες τέτοιου μεγέθους ονομάζεται Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και τα θεσμικά του όργανα εγκρίθηκαν στην συνδιάσκεψη της ΡΩΜΗΣ τον Ιούλιο του 1998.

       20.    Γενικά Συμπεράσματα
                α.    Οι Λαοί συνδέονται με στενούς δεσμούς, καθώς οι πολιτισμοί τους αποτελούν μια κοινή κληρονομιά και έχει γίνει συνείδηση στην πνευματική ηγεσία τους σύγχρονου κόσμου, ότι θα πρέπει να ανησυχούν οι πνευματικοί ηγέτες μήπως το ευαίσθητο αυτό μωσαϊκό καταστραφεί κάποια στιγμή.
               β.     Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα εκατομμύρια παιδιά, γυναίκες και άνδρες υπήρξαν θύματα ανείπωτων βαρβαροτήτων που πλήγωσαν βαθιά τη συνείδηση της ανθρωπότητας.
                γ.     Μισό και πλέον αιώνα μετά την πτώση της αυλαίας της πολύκροτης δίκης της Νυρεμβέργης η ετυμηγορία της ιστορίας είναι πολύ ισχυρότερη από την ετυμηγορία εκείνου του δικαστηρίου. Η ιστορία άλλωστε είναι σε τελική ανάλυση ο τελικός και αμείλικτος κριτής πάντων. Η πραγματικότητα είναι αρκετά απλή και εξήντα χρόνια μετά δεν μπορεί να σκιαστεί από καμία προκατάληψη.
         Ίσως κανένας άλλος στρατός στην σύγχρονη ιστορία δεν πολέμησε καλύτερα από όσο πολέμησε ο γερμανικός στρατός στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Από τη Νορβηγία ως τον Καύκασο, από τον Βόρειο Ατλαντικό ως τις έρημους της Αφρικής τα γερμανικά στρατεύματα πολέμησαν με θάρρος, με ικανότητα και ψυχικό σθένος που θα ζήλευε  ο κάθε στρατιωτικός. Δυστυχώς είναι πλέον σαφές ότι αυτό που ενόχλησε περισσότερο και συνέγειρε τους Συμμάχους ήταν η προσπάθεια που έγινε από τη ναζιστική Γερμανία να εισέλθει στην άβατη αυτή περιοχή των ζωτικών συμφερόντων τους.
        Αν συνεπώς μπορεί να εξαχθεί κάποιο ρεαλιστικό δίδαγμα από τη δίκη της Νυρεμβέργης, αλλά και από τις μετά από αυτήν διεθνείς εξελίξεις, αυτό είναι ότι τιμωρείται όχι τόσο αυτός που διεξάγει ανεπίτρεπτο πόλεμο και με ανεπίτρεπτες μεθόδους, όσο αυτός που αντιστρατεύεται τα ισχυρά και παγιωμένα διεθνή συμφέροντα. Αυτός που τα αντιμάχεται και βέβαια χάνει. Η σύγχρονη εκδοχή της πανάρχαιας όσο και πάντοτε επίκαιρης αρχής «ουαί τοις ηττημένοις».
               δ.     Τα σοβαρότερα εγκλήματα που ενδιαφέρουν την διεθνή κοινότητα στο σύνολό της δεν πρέπει να μένουν ατιμώρητα και η αποτελεσματική τους δίωξη πρέπει να εξασφαλίζεται με τη λήψη μέτρων σε εθνικό επίπεδο, με την ενίσχυση παράλληλα της διεθνούς συνεργασίας. Επιβεβαιώνοντας έτσι τους σκοπούς και τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και ιδιαίτερα ότι όλα τα Κράτη θα απόσχουν από την απειλή ή χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή πολιτικής ανεξαρτησίας, οποιουδήποτε Κράτους ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο που δεν συνάδει με τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών.
                ε.    Για χάρη της παρούσας αλλά και των μελλοντικών γενεών, η διεθνής κοινότητα αποφάσισε να ιδρύσει ένα ανεξάρτητο, μόνιμο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο συνδεόμενο με το σύστημα των Η.Ε. με δικαιοδοσία επί των σοβαροτέρων εγκλημάτων που ενδιαφέρουν τα Έθνη στο σύνολό τους. Η διεθνής κοινότητα δείχνει αποφασισμένη να εγγυηθεί τον διαρκή σεβασμό στην εφαρμογή της διεθνούς δικαιοσύνης.
               στ.      Οι κυριότερες αδυναμίες που παρουσιάζουν οι εφαρμογές του Δ.Α.Δ., είναι η εξάρτηση των εφαρμογών του από τα παγκόσμια εθνικά συμφέροντα, τις πολιτικές σκοπιμότητες, τα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα και τα οικονομικά οφέλη, καθώς και η αμφισβήτηση και χειραγώγηση του ΟΗΕ, κυρίως από την επικρατούσα υπερδύναμη, η οποία εκφράζεται με διάφορους τρόπους.




* Μιχάλης Πολυχρονάκης

Συνταγματάρχης, απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, της Σχολής Διοικήσεως και Επιτελών και της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου. 
Μεταπτυχιακό στο εθνικό και καποδιστριακό πανεπιστήμιο Αθηνών στην «αποτελεσματική διαχείριση εξυπηρέτησης πελατών» (customer relationship management), καθώς κ πτυχιούχος του τμήματος Προγραμματιστών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών.