4 Ιουν 2018

Οι μεταλλαγμένες ποικιλίες ελιάς τύπου αρμπεκίνας παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα




Δύο ανεξάρτητες μελέτες, μία του Πανεπιστημίου της Almeria (Ισπανία) και η άλλη του Ινστιτούτου Politecnico της Bragança (Πορτογαλία), αναδεικνύουν τις αδυναμίες των μεταλλαγμένων υπερεντατικών συστημάτων καλλιέργειας, βασισμένων στην ποικιλία Arbequina.



Είναι γνωστή η τακτική των Ισπανών να αντικαθιστούν με γοργούς ρυθμούς κάθε καλλιέργεια που τη θεωρούν μη ανταγωνιστική με μεταλλαγμένες ποικιλίες.

Όπως για παράδειγμα με την καλλιέργεια της κοντής ή υπέρπυκνης φύτευσης ελιάς.

Πρόκειται για φυτό που ρυθμίστηκε να παρουσιάζει αντοχή σε χαμηλές θερμοκρασίες ως τους-15 βαθμούς Κελσίου, άρα ιδανικό και για τις ημιορεινές εκτάσεις της Ισπανίας, ενώ για τις παραλιακές περιοχές της χώρας συνιστούν την ελληνική πατροπαράδοτη ποικιλία ψιλολιά, ή κορωνέικη, την οποία δυστυχώς δεν κατορθώσαμε να κατοχυρώσουμε και βλέπουμε να την καλλιεργούν πλέον και στο Νότιο Ημισφαίριο.

Τα αποτελέσματα της ισπανικής έρευνας αποδεικνύουν σαφώς ότι, η Arbequina συμπεριφέρεται σαν μια αυτοασύμβατη ποικιλία, με μεγάλα ποσοστά απόρριψης της αυτοεπικονίασης του στήμονα και χαμηλά επίπεδα αυτογονιμοποίησης.

Η μείωση των αρχικών και τελικών καρπών μετά από την αυτοεπικονίαση σε σύγκριση με επεμβάσεις γονιμοποίησης δείχνουν σαφώς ότι η Arbequina είναι μια τεχνική ποικιλία που παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα.

Επιπλέον, και το μέγεθος των καρπών έχει επίσης μειωθεί λόγω των προβλημάτων αυτοεπικονίασης.

Ως γνωστό, η ελιά είναι ανεμόφιλο φυτό, που σημαίνει ότι η επικονίαση γίνεται χάρη στον άνεμο.

Οι Πορτογάλοι ερευνητές εξέτασαν και την ποιότητα του ελαιολάδου από τα φυτά της Arbequina, σε τέσσερις διαφορετικές σοδειές με μεταβαλλόμενες αποστάσεις φύτευσης.

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι παράμετροι της ποιότητας, η σύνθεση, η αντιοξειδωτική δραστικότητα και η οξειδωτική σταθερότητα, επηρεάστηκαν σημαντικά αρνητικά από την μεγάλη πυκνότητα των φυτών και τη χρονιά.

Αύξηση των φυτών επί της γραμμής και μεταξύ των γραμμών έδειξε μια τάση σε μια αύξηση της οξύτητας, μείωση της τιμής των υπεροξειδίων αλλά και των φασματοφωτομετρικών συντελεστών.

Επηρεασμένη όμως είναι και η σύνθεση των λιπαρών οξέων, με μια τάση μείωσης των C16: 0, C18: 0, SFA (κορεσμένα λιπαρά οξέα) και PUFA (πολυακόρεστα λιπαρά οξέα), και μια αύξηση των C18: 1, C18: 2 και (μονοακόρεστα λιπαρά οξέα).

Τέλος, και η αντιοξειδωτική δράση και η οξειδωτική σταθερότητα έδειξαν επίσης μια τάση μείωσης και υποβάθμισης.