29 Μαΐ 2015

Η Άλωση της Πόλης (Κρήτες, οι τελευταίοι υπερασπιστές του Βυζαντίου)


Η Άλωση της Πόλης (πίνακας του 1499)

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μόνο κατ' όνομα υπήρχε τις παραμονές της Άλωσης.
Ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές, όπως το Δεσποτάτο του Μυστρά.


Οι θρησκευτικές έριδες, οι εμφύλιες διαμάχες, οι σταυροφορίες, η επικράτηση του φεουδαρχισμού και η εμφάνιση πολλών και επικίνδυνων εχθρών στα σύνορά της είχαν καταστήσει την πάλαι ποτέ Αυτοκρατορία ένα «φάντασμα» του ένδοξου παρελθόντος της.

Όταν ανακηρύσσεται αυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος Α’ Παλαιολόγος το 1448 η Αυτοκρατορία βρίσκεται σε αποκαρδιωτική κατάσταση.

(Οικονομική παρακμή, διαφθορά της δικαιοσύνης, θρησκευτικές έριδες, άνθηση της μοναχικής ζωής, μείωση του στόλου, αντιπαλότητες διάφορες, προβλήματα επισιτισμού, μετανάστευση στη Δύση κ.α.). 
Όλες αυτές οι αρνητικές συγκυρίες, διαμορφώνουν ένα πτοημένο ψυχολογικά κλίμα που μπορεί να συγκροτήσει μόνο μια υποτυπώδη άμυνα. 

Ακόμα υπάρχει και μια παράταξη απρόθυμη να εναντιωθεί στους Τούρκους.
Ο Λουκάς Νοταράς που κατέχει το υψηλότερο μετά τον Αυτοκράτορα αξίωμα, διαπορεί και τελικά αποφαίνεται με τη χαρακτηριστική φράση: “Κρειτότερον εστιν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν”.

Γνώστης των αδυναμιών αυτών ο Μωάμεθ Β’ ο πορθητής, πολιορκεί την Πόλη με μεγάλη στρατιωτική δύναμη που υπολογίζεται σε 200.000 καλά εκπαιδευμένους άνδρες. Διαθέτει ακόμα αξιόμαχο στόλο και 400 πλοία.

Οι υπερασπιστές αντίθετα της Πόλης ανέρχονται σε 7-8000 από τους οποίους οι 300 είναι μισθοφόροι.

Η πολιορκία της Πόλης αρχίζει επίσημα από τις 7 Απριλίου 1453
Η γεωγραφική θέση της ως γέφυρας μεταξύ της Ανατολής και της Ευρώπης, ενισχύει το κράτος των Οσμανιδών ανοίγοντας την πύλη για την κατάκτηση και άλλων ευρωπαϊκών εδαφών. 
Η προοπτική της λεηλασίας τονώνει την πολεμική ορμή και τα λόγια του Σουλτάνου εμψυχώνουν τους Τούρκους μαχητές. 
Από την πλευρά του Αυτοκράτορα υπάρχουν υποσχέσεις ενίσχυσης από την Δύση που όμως ποτέ δεν υλοποιούνται.

Στην αντιπροσωπεία που στέλνει ο Σουλτάνος στον Κωνσταντίνο, του υπόσχεται ότι μπορεί να φύγει ο ίδιος και όσοι άλλοι το επιθυμούν συναποκομίζοντες και τα υπάρχοντά τους. 
Η απάντηση που αποκομίζει, γεμάτη φιλοπατρία και αίσθημα ευθύνης λέει: “Το δε την πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ουτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα, της ζωής ημών”.

Έτσι μέχρι τις μεσημεριανές ώρες της 29ης Μαΐου σε μια από τις πιο μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις στον κόσμο, η Πόλη πέφτει στα χέρια των Τούρκων.

Ο Κωνσταντίνος πολεμώντας ως απλός στρατιώτης πέφτει στην πύλη του Ρωμανού. Το “παραπόρτιον”, η κερκόπορτα έχει κάνει το θαύμα του. Πριν από το τέλος του, ζητά τον αποκεφαλισμό του, προκειμένου να γλιτώσει από τα χέρια των Τούρκων λέγοντας:

“Ουκ εστί τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ’εμού;”. 

Μια άλλη άξια προσοχής περίπτωση, αναφέρεται στην τελευταία αυτή επιθυμία η οποία απευθύνεται στους Κρητικούς υπερασπιστές της Πόλης. Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών διαβάζουμε:

Κόψετε το κεφάλι μου χριστιανοί Ρωμαίοι. Επάρετέ το Κρητικοί βαστάτε το στην Κρήτη” και συνεχίζει ο συντάκτης του λήμματος. Το περιεχόμενο αυτό έχει κάποια συμβολική σημασία.

Είναι σαν να παίρνει η Κρήτη την κληρονομιά του Βυζαντίου, για να την διατηρήσει και να την αναπτύξει περισσότερο.

Σκηνές αλλοφροσύνης διαδραματίζονται σ’ ολόκληρη την πόλη. Στα επινίκια της διαρπαγής και λεηλασίας, παίρνουν μέρος όλοι οι Τούρκοι. 
Η Πόλη για μια ακόμα φορά δέχεται το τυφλό και ασυγκράτητο μίσος των κατακτητών. 
Ο,τι έχει απομείνει από τη λεηλασία των σταυροφόρων, εξαφανίζεται ή δέχεται μεταμορφωτικές επεμβάσεις και αλλοιώσεις. 
Τα σμήνη των επιδρομέων δρουν κατά “συμμορίες” και οργανωμένες ομάδες όπως διασώζει ο Ν. Βarbaro. 
Ο μεγαλοπρεπής ναός της Αγίας Σοφίας, που εννοιολογικά ταυτίζεται με την ίδια την Πόλη, μετατρέπεται αμέσως και με κάθε επισημότητα σε μουσουλμανικό τέμενος, σφραγίζοντας έτσι τη νέα τάξη πραγμάτων και τη συντέλεια της “πρεσβυτέρας” πόλης. 

Η άλωση της Πόλης έχει τεράστια απήχηση στη Δυτική Ευρώπη, αφού ραγίζει το προπύργιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της Ορθοδοξίας. 
Ο Στέφαν Τσβάιχ εκτιμώντας με το δικό του τρόπο το μέγεθος της συμφοράς, γράφει: “Η ανθρωπότητα δεν θα μπορέσει να εκτιμήσει ποτέ σε όλη του την ένταση το κακό που μπήκε από την κερκόπορτα εκείνη τη μοιραία ώρα...”. 

Έτσι, το τραύμα που άνοιξαν οι χριστιανοί σταυροφόροι το 1204, έγινε πληγή θανάσιμη και αθεράπευτη από τους Μουσουλμάνους το 1453.

Με την κατάκτηση της Κνωσταντινούπολης σχηματίζονται τα όρια της νέας αυτοκρατορίας, που εκτείνονται από τη Μεσοποταμία ως την Αδριατική με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1926. 
Από τα ερείπια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αναδύεται η Αυτοκρατορία των Οθωμανών με τα νέα της όρια.

Λίγο αργότερα καταλαμβάνεται η Αθήνα, το Δεσποτάτο του Μορέως, η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και στο τέλος προσαρτάται στο τουρκικό κράτος ολόκληρη η Βαλκανική Χερσόνησος.

Με την πτώση της Πόλης και τις μετακινήσεις πληθυσμών, διαμορφώνεται μια άλλη κατάσταση στη Δυτική Ευρώπη.

Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ γράφει σχετικά “...Οι Βυζαντινοί που κατέφυγαν στις βενετοκρατικές κτήσεις και πολιτείες μετά την τουρκική επέκταση και την πτώση της Μικρασίας και βέβαια μετά την πτώση της αυτοκρατορίας το 1453, έγιναν αν όχι οι εμπνευστές, σίγουρα άξιοι μέτοχοι του αναγεννησιακού πνεύματος που γνωρίζει η Δύση, με την εφεύρεση της τυπογραφίας, την ανακάλυψη της Αμερικής και τη λουθηριανή μεταρρύθμιση...”



Κρήτες, οι τελευταίοι υπερασπιστές του Βυζαντίου




Οι αιματηροί και σκληροί αγώνες των Κρητικών τόσο στο νησί όσο και εκτός, δεν απασχολούν σχεδόν καθόλου τους επίσημους ιστορικούς του έθνους μας. 
Οι αγώνες τους έτσι κινούνται στις σκιερές παρυφές της ιστορίας και όχι στις φωτιζόμενες κορυφογραμμές της.
Στην αφανή αυτή ατμόσφαιρα κινείται και η πρόθυμη συμμετοχή των Κρητικών στην πολιορκία και άλωση της Πόλης.

Οι ορδές των Οθωμανών ετοιμάζουν την πολιορκία της Πόλης, ο Κωνσταντίνος απελπισμένος ζητά βοήθεια από τη Δύση, τον αδελφό του Δεσπότη του Μυστρά και την Κρήτη που ανταποκρίνεται πρόθυμα. 
Η βοήθεια του αδελφού του δεν φτάνει ποτέ, γιατί την προλαβαίνουν οι Τούρκοι στην Κόρινθο και πέφτει στα χέρια τους. 
Ο Μωάμεθ ο Πολιορκητής θέλει με κάθε τρόπο και μ’ οποιαδήποτε θυσία να καταλάβει την πόλη. 
Τη ζοφερή ατμόσφαιρα που επικρατεί τότε, μας την μεταφέρει ο Σφραντζής και γράφει: “... Στενάζων εκ καρδίας, καπνός εκ του στόματος αυτού εξέβαινε. Και ελογίζετο τι έδει ποιήσας, ίνα την πόλιν πλείον θλίψη και στενοχωρήση και δια θαλάσσης και ξηράς την πολιορκίαν δώση...”

Αλλά και ο ποιητής Ι. Κόντος με ποιητικό τρόπο μας μεταφέρει το κλίμα της εποχής όταν γράφει: “Οι Τούρκοι μοιάζουν μυρμηγκιά! Όλο και νέα φουσάτα στέλνει ο Σουλτάνος να σφαγούν φτάνει να πέσ’ η πόλη”. 

Το θλιβερό μαντάτο της επικείμενης πολιορκίας της πόλης, φτάνει στην Κρήτη. Αποδέκτης ο Σφακιανός Μανούσος Καλλικράτης.
Χίλια παλικάρια απ’ όλη την Κρήτη αποφασισμένα να πολεμήσουν και να σκοτωθούν, αναχωρούν με 5 πλοία από τη Σούδα στις 15 Μαρτίου 1453. 

Θάνατος ή νίκη είναι γι’ αυτά ζήτημα τιμής. 
Τα καράβια ξεκινούν χωρίς να συναντήσουν σοβαρά εμπόδια μέχρι τον Μαρμαρά (αρχαία Προποντίδα) όπου συναντούν τουρκικά καράβια. 
Σε μια ναυμαχία βυθίζουν μεγάλο αριθμό απ’ αυτά αλλά χάνουν και οι Κρητικοί δυο πλοία.
Η άφιξή τους στην Κωνσταντινούπολη γίνεται δεκτή με ασυγκράτητο ενθουσιασμό και ξεχωριστή ικανοποίηση. 
Υπολογίζεται ότι εκείνοι που δεν έχουν λαβωθεί και μπορούν να πολεμήσουν υπολογίζονται σε 600. 
Οι Κρητικοί αυτοί υπερασπιστές τοποθετούνται στους πύργους Αλεξίου, Λέοντος και Βασιλείου

Κι ενώ την αποφράδα εκείνη μέρα της 29ης Μαΐου 1453 η Πόλη πέφτει στα χέρια των Τούρκων, οι τρεις πύργοι εξακολουθούν και αντιστέκονται. Το πείσμα των Κρητικών στέκεται ανυποχώρητο μπροστά στην τουρκική μανία. 

Τη σκηνή αυτή περιγράφει ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος και λέει σχετικά: “... Οι άνδρες ούτοι ηδύναντο να φύγουν... αλλ’ όμως και περιβλέποντες ότι πάσα η πόλις εδουλώθη, ούτε να φύγωσιν ηθέλησαν, ούτε να παραδοθώσιν επείθοντο, αλλ’ επέμειναν εκθύμως, ανταγωνιζόμενοι δια την αετοφόρον σημαίαν, ήτις εξηκολούθει εκεί μόνον πτερυγίζουσα. Το πράγμα ανηγγέλθη εις τον Σουλτάνον, ο δε, θαυμάσας την γενναιότητα των ανδρών, διέταξε να παύση η προσβολή και να είπωσιν αυτοίς ότι δύνανται να εξέλθωσιν μετά των τιμών του πολέμου ως λέγεται σήμερον, ελεύθεροι αυτοί τε και η ναυς αυτών και πάσα η αποσκευή, ην είχον ως λέγει ο Φραντζής προσεπιφέρων ότι και ούτω γενομένων, πάλι μόλις εκ του πύργου τούτου έπεισαν απελθείν...”

Στους πύργους τελικά βρίσκονται 170 όρθιοι ή λαβωμένοι, οι οποίοι επιβιβάζονται στα καράβια που τους περιμένουν για την επιστροφή τους στην Κρήτη. Είναι οι πρώτοι που μεταδίδουν την είδηση στα νησιά που περνούν, ότι “εάλω” η Πόλη. 

Ο καπετάν όμως Πέτρος Κάρχας ή “Γραμματικός” από την Κυδωνία είναι λαβωμένος βαριά και παρακαλεί τον καπετάν Χαρκούτση να τον αφήση στο Άγιο Όρος, γιατί κινδυνεύει να πεθάνει στο τόσο μακρινό για την Κρήτη ταξίδι. Ο ίδιος από ενδιαφέρον φροντίζει και καταγράφει σε χειρόγραφο την ιστορική αυτή συμβολή που ανακαλύπτεται το 1919 στη Μονή Βατοπεδίου, όπου και φυλάσσεται σήμερα. 

Το σύντομο αλλά πολύτιμο αυτό χειρόγραφο διασώζεται με τον ακόλουθο τρόπο, όπως ο ίδιος γράφει: “... Όταν εμείς εβγήκαμεν από τα Δαρδενέλλια και εγώ είδα, πως δεν ήταν δυνατόν ν’ ανθέξω ως που να φθάσωμεν εις Κρήτην, διότι ίσως θα εκάναμεν και οχτώ και δέκα μέρες ακόμη, δια να φθάσωμεν, επειδή ο Βορριάς είχεν αρχίσει ως τόσο να γυρίζη στο Λεβάντε, εζήτησα από τον καπετάν Χαλκούτση να βάλη πλώρη στο Αγιον Ορος και να με αφήσει εμένα εκεί στο Μοναστήρι του Βατοπεδίου, όπου ήξερα ότι υπήρχε πάντα γιατρός δια να περιποιηθή τση πληγές μου. Και αυτό έγινε. 

Κι εδώ εις την Μονήν όταν ο Γραμματικός επήρε και πάλι το μοναχικό σχήμα με το όνομα Ιερώνυμος, έγινε καλά χάρις εις την βοήθειαν του Θεού και του καλού γιατρού και έζησεν ακόμα οκτώ έτη, χωλός μεν από το ένα πόδι, αλλά χωρίς αυτό να τον εμποδίζει εις τα καθήκοντά του ως ιερέως. Επειδή όμως είχεν εξασθενήσει η όρασίς του και το δεξιόν του χέρι έτρεμεν από ένα τραύμα που είχε πάρει εκεί, ανέθεσεν εις εμέ, τον συμπατριώτην και Μοναχόν εις την ιδίαν Μονήν να γράψω εγώ την παρούσαν ιστορίαν, προς δόξαν και αιώνιον μνημόσυνον όλων των γενναίων ανδρών της Κρήτης, που αγωνίστηκαν και απέθαναν δια την πίστην του Χριστού και την πατρίδα και να την υπογράψω εγώ, αντίς αυτού
.

Καλλίνικος, Μοναχός της Μονής

Βατοπεδίου Αγίου Ορους

Εξ Ανωπόλεως Σφακίων 



Αξίζει τέλος να σημειώσουμε ότι τα μαύρα πουκάμισα των Κρητικών και τα μαύρα κεφαλομάντηλα, συμβολίζουν το πένθος τους για την άλωση της Πόλης. Τα κρόσια επίσης του κεφαλομάντηλου συμβολίζουν τα δάκρυα των Κρητικών εξαιτίας της εθνικής αυτής συμφοράς.

Ένα “ιστορικό επεισόδιο” μετά από 466 χρόνια φέρνει και πάλι την Κωνσταντινούπολη στην επικαιρότητα.

Οι χιλιόχρονοι θόλοι της Αγ. Σοφίας βυθισμένοι στη σιωπή και την αφωνία, ξαφνιάζονται όταν ακούν το “Ευλογητός ο Θεός” του ιερέα Λευτέρη Νουφράκη από τις Αλώνες του Ρεθύμνου. Εκμεταλλευόμενος το περάσμά του από την Πόλη, κάνει πράξη το όνειρό του και λειτουργεί το αλειτούργητο μεγάλο μοναστήρι. Ο τότε πολεμικός ανταποκριτής Κώστας Μιχαηλίδης καταγράφει το γεγονός αυτό και αναφέρει σχετικά: 

Όταν τα ελληνικά καράβια στα 1919 (Ιανουάριος) περνούσαν από την Πόλη μεταφέροντας την 2αν και 12ην Μεραρχία μας στη Ρωσία, ο Π’’Νουφράκης με ένα όμιλον αξιωματικών βγήκαν στην Αγία Σοφία. Μόλις βρέθηκαν εκεί μέσα, ο Νουφράκης φορεί ευθύς το πετραχήλι του κι αρχινά τη λειτουργία. Οι Τούρκοι φύλακες της Αγίας Σοφίας ξαφνιάζονται. Σε λίγο η εκκλησία γεμίζει από Τούρκους που κατάπληκτοι παρακολουθούν τα συμβαίνοντα. Ο Νουφράκης δεν ταράζεται και εξακολουθεί τη λειτουργία του... Το επεισόδιο που προκάλεσε αναβρασμό μεταξύ των Τούρκων περιήλθε εις γνώσιν του Ελευθερίου Βενιζέλου, όστις βραδύτερον καλέσας τούτον, τον επετίμησεν, αλλά συγχρόνως τον συνεχάρη δια την πατριωτικήν του πρωτοβουλίαν, είπων εις αυτόν: Αν είχα ακόμη δέκα παπάδες σαν κι εσένα, θα μπορούσα να κατορθώσω πολλά πράγματα”.


πηγή:patris.gr (Γ. Παναγιωτάκης, συγγραφέας - ιστορικός ερευνητής)